ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η δημιουργία και η παγκόσμια ακτινοβολία του Μουσείου Ακρόπολης. Ο αρχαιολόγος, που με τις ανασκαφές του ανέδειξε την ιερή πόλη των Μακεδόνων, το Δίον στους πρόποδες του Ολύμπου. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, που δίδαξε στους μαθητές του την αγάπη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την υποχρέωση της προστασίας και της ανάδειξής του. Μια προσωπικότητα με τεράστια προσφορά στην χώρα και με διεθνές κύρος ήταν ο Δημήτρης Παντερμαλής που έφυγε σήμερα, 14 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 82 ετών.
Η υγεία του κλονισμένη, είχε δοκιμαστεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια αλλά με την ηρεμία που τον διέκρινε, υπέμενε στωικά τα προβλήματα που ανέκυπταν το ένα μετά το άλλο. Δυστυχώς οι τελευταίοι μήνες ήταν οι χειρότεροι, και η ανάκαμψη δεν ήρθε.
Από τους τελευταίους των μεγάλων αρχαιολόγων, με την στέρεη γνώση της Αρχαιολογικής επιστήμης και της σημασίας της για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπως την διδάχθηκε από τον καθηγητή του Μανόλη Ανδρόνικο, πολύτιμη σταθερά του Μουσείου Ακρόπολης, όπου η παρουσία του από τα χρόνια της ανέγερσής του ως σήμερα αποτέλεσε εγγύηση για τη λειτουργία του, ο Δημήτρης Παντερμαλής ήταν παρών σε κάθε στιγμή του, οδηγώντας το στην διεθνή προβολή του με εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο.
Από την εποχή ακόμη, των ενορχηστρωμένων επιθέσεων εναντίον του μουσείου, υφιστάμενος προσωπικές διώξεις, κλήσεις σε αστυνομικά τμήματα και παραπομπές στη δικαιοσύνη (!) ως τα μεγαλειώδη του εγκαίνια, που έγιναν το 2009, παρουσία εκλεκτών προσκεκλημένων απ΄ όλο τον κόσμο, αποκαλύπτοντας το ανυπέρβλητο κάλλος της αρχαίας ελληνικής τέχνης μέσα από τα ευρήματα των μνημείων της Ακρόπολης και αναδεικνύοντας το σε κιβωτό της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας κι ένα ισχυρό, διαρκές αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών, για την οποία ο ίδιος ήταν πεπεισμένος.
Αλλά και πρόσφατα, μόλις τον Ιούνιο στα 13α γενέθλια του μουσείου ήταν παρών στην γιορτή, που έγινε στην αίθουσα των Γλυπτών του Παρθενώνα ενώ ευτύχισε να δει και την οριστική επιστροφή τμήματος του μαρμάρινου ανάγλυφου της ζωφόρου, του λεγόμενου «θραύσματος Fagan» σε τελετή, που έγινε τον περασμένο Ιανουάριο, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το δεύτερο σπίτι
Η μέρα του ήταν συνυφασμένη με το μουσείο, το δεύτερο σπίτι του. Σπανίως καθόταν όμως στην καρέκλα, αφού για εκείνον γραφείο του ήταν όλοι οι χώροι του μουσείου, αλλά και η σχέση του με το προσωπικό και με τους ανθρώπους.
«Απαιτείται καθημερινός αγώνας για την λειτουργία του μουσείου», έλεγε, «γιατί δεν διαχειρίζεσαι μόνον τις αρχαιότητες αλλά και τις αρχαιότητες σε σχέση με τον κόσμο και με την κοινωνία. Η μόνη οδηγία λοιπόν, είναι να διατηρείς συνεχή διάλογο με το κοινό, να έχεις μία ειλικρινή σχέση μαζί του και να είσαι πάντα σε εγρήγορση απέναντι στις αλλαγές της κοινωνίας».
Ο ίδιος άλλωστε δήλωνε κατηγορηματικά –και αντίθετα με την διαδεδομένη άποψη– ότι το μουσείο δεν είναι ένα απαραίτητο σχολείο: «Εγώ θεωρώ, ότι είναι ένας χώρος όπου ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να δεχθεί ερεθίσματα, τα οποία δεν είναι καταναγκαστικά. Δηλαδή, θεωρώ την ελευθερία του επισκέπτη ως βασικό στοιχείο. Εξάλλου στο μουσείο παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί ο καθένας μόνος του τα πράγματα. Να δει το άγαλμα της Αθηνάς και πίσω, στον ιερό βράχο, τον Παρθενώνα. Αλλά να δει και τη σύγχρονη πόλη, που ο ίδιος έφτιαξε σήμερα. Αυτήν, που επίσης φαίνεται από το μουσείο και που χρειάστηκε να ξεπεράσω κι ίδιος τις αναστολές μου ώστε να αποδεχθώ τη θέα της»…
Κι αν ορισμένοι τον είχαν χαρακτηρίσει κάποτε ως συγκεντρωτικό στη διοίκηση του μουσείου, εκείνος είχε να απαντήσει: «Για να διοικήσεις απαιτείται ισχυρή θέληση. Είναι καλό να μπορούν να συμβάλλουν και άλλοι, όμως τελικά την απόφαση την παίρνεις εσύ και μαζί όλες τις ευθύνες».
Ζωντανεύουν τα αγάλματα
Επιβλέποντας τη λειτουργία του, αναζητώντας λύσεις σε προβλήματα, μιλώντας με τους επισκέπτες, επίσημους –που ήταν πολλοί– και μη, ο Δημήτρης Παντερμαλής είχε ωστόσο και το προνόμιο να απολαμβάνει την ομορφιά καθημερινά.
«Τα βράδια που μένω ως αργά στο μουσείο, κάθομαι στο εσωτερικό μπαλκονάκι και κοιτάζω την αίθουσα των Αρχαϊκών γλυπτών. Ύστερα από πέντε-δέκα λεπτά, σαν να ζαλίζεσαι λίγο κι έχεις την αίσθηση, ότι τ΄ αγάλματα αρχίζουν να κινούνται…», μου είχε πει παλαιότερα.
Είναι ερωτεύσιμα τα αγάλματα; τον είχα ρωτήσει. «Ναι, σε μεγάλο βαθμό. Η γοητεία τους είναι αξεπέραστη», ήταν η απάντησή του.
Η μόνη περίοδος από την έναρξη του μουσείου, που τον έθλιψε κυριολεκτικά ήταν αυτή της πανδημίας. «Ήταν η χειρότερη εποχή για το μουσείο, να βλέπεις τις αίθουσες άδειες, εκεί που κατακλύζονταν από κόσμο και τα αγάλματα αμίλητα…», όπως έλεγε.
Αν και ο ίδιος έζησε κι άλλες δυσάρεστες εποχές, στην περίοδο της κατασκευής του, η οποία είχε εξελιχθεί σε τεράστια περιπέτεια. «Δεν αποφεύγω τα δύσκολα», μου είχε πει, «έτσι βρίσκομαι πάντα μπλεγμένος. Μόνο που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα πήγαινα 130 φορές στο δικαστήριο κι ότι θα περνούσα από όλα σχεδόν τα τμήματα στην Ομόνοια, εκεί που δίνουν καταθέσεις…».
Αρκεί όμως μόνον η κατασκευή του μουσείου, όσο σπουδαίο και αν είναι, όση απήχηση κι αν έχει κι όσα βραβεία κι αν έχει πάρει για να πειστούν οι Βρετανοί να μας επιστρέψουν τα Γλυπτά που βρίσκονται στο Λονδίνο, τον είχα ρωτήσει τότε.
Ο ίδιος άλλωστε δεχόταν αναγκαστικά όλα αυτά τα χρόνια τις διόλου επιστημονικές αιτιάσεις των συναδέλφων του Βρετανικού Μουσείου, οι οποίοι προκειμένου να στηρίξουν την άρνησή τους, ακόμη και να συζητήσουν το θέμα των Γλυπτών επιχειρούσαν παραποίηση της Ιστορίας.
«Δεν πιστεύω ότι τα πολιτιστικά ιδρύματα ενεργούν με αυτόν τον τρόπο», μου είχε πει.« Είναι πιο σκληρή η πολιτική των μουσείων. Αυτό όμως που ξέρω είναι, ότι κάθε χρόνο πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι θα βλέπουν το πρόβλημα των διαμελισμένων μελών του Παρθενώνα. Ένα κεφάλι αλόγου που είναι στην Αθήνα, ενώ το σώμα του είναι στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά η ουρά του πάλι στην Αθήνα!
Το σώμα ενός πολεμιστή που είναι στην Αθήνα, αλλά τα πόδια του στο Βρετανικό. Η μία λίθος είναι στην Αθήνα, η άλλη στο Βρετανικό. Στην πιο αθώα του έκφραση αυτό είναι σουρεαλιστικό».
Ο τόπος και ο άνθρωπος
Από την έναρξη της λειτουργίας του μουσείου ωστόσο, νωρίς το μεσημέρι, τον συναντούσε κανείς στο μικρό τραπέζι στο βάθος του εστιατορίου, όπου γευμάτιζε. Μόνος συνήθως ή με μια μικρή παρέα. Και παρ΄ ότι οι γιατροί επέμεναν καιρό τώρα, για μια συγκεκριμένη διατροφή, εκείνος όλο και ξέφευγε προς τα γλυκά και τις νοστιμιές, αποκαλύπτοντας μια «άτακτη» πτυχή του χαρακτήρα του.
Με το κομψό κοστούμι του πάντα, και ως λάτρης των ωραίων πραγμάτων που ήταν και στην προσωπική του ζωή, με υπέροχες μεταξωτές γραβάτες και τιράντες, επέτρεπε στον εαυτό του κάποια κοκεταρία άλλης εποχής, που τον έκανε να νιώθει όμορφα.
Διαλείμματα γίνονταν για συγκεκριμένες υποχρεώσεις του αλλά κυρίως για να επισκεφθεί το Δίον και το σπίτι του εκεί. «Είναι ένας παράδεισος εδώ», μου είχε πει μόλις πριν από μερικές μέρες στο τηλέφωνο. «Θα μείνω όσο περισσότερο μπορώ».
Πράγματι στο Δίον πήγε το 1970 και έφυγε το 2000 αλλά συνέχιζε τη δουλειά του κάθε καλοκαίρι απολαμβάνοντας τις χαρές της εξοχής, την επικοινωνία με τους απλούς ανθρώπους και βέβαια το έργο του στον σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο, όπου ήταν το μεγάλο ιερό του Ολυμπίου Διός, τα ιερά της Δήμητρας και της Ίσιδας, θέρμες, επαύλεις, θέατρα, ένα εκπληκτικό σύνολο της αρχαίας πόλης σε έκταση 1.500 στρεμμάτων, που μετατράπηκε σε αρχαιολογικό πάρκο.
«Συνδέω πολύ τον τόπο με τον άνθρωπο», είχε πει ο ίδιος. «Τα άυλα διαχέονται είναι σαν το νερό, φεύγουν από εδώ κι από εκεί, σαν τα σύννεφα που περπατούν, αλλά ο τόπος μένει. Τα χαρακτηριστικά του μας σφραγίζουν, είμαι εντελώς βέβαιος γι΄ αυτό, το έχουν πει και όλοι σχεδόν οι ιστορικοί, ότι η ιστορία της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να διαμορφωθεί έτσι, αν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος τόπος. Με την πολυμορφία του περιβάλλοντος, που μας έχει καθορίσει, με την ανάγκη μας για αυτάρκεια και με όλα εκείνα τα στοιχεία, που προκαλούν τον άνθρωπο να αναδείξει τις δυνατότητές του και ιδίως τις δυνάμεις της επιβίωσης».
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας και η πολιτική
Κάποια στιγμή μάλιστα είχε χαρακτηρίσει την Ελλάδα ως «διαβολεμένο τόπο», με την έννοια, ότι είναι ένας τόπος «επινοητικός», όπως είχε πει, που μπορεί να δίνει λύσεις στα αδιέξοδα, μέσα στα οποία έχουμε ζήσει πολύ και συχνά, με αποτέλεσμα την εξάσκησή μας στην επιβίωση.
«Ουσιαστικά ο χαρακτηρισμός, που μας ταιριάζει είναι αυτός του πολυμήχανου Οδυσσέα, που κατάφερε να επιβιώσει μέσα από όλες τις περιπέτειες και τις φουρτούνες», έλεγε. «Γι΄ αυτό κι ο δικός μας πολιτισμός είναι διαφορετικός. Βασίζεται στην έμφυτη ικανότητα επινόησης και τόλμης. Γιατί μόνον αν να ρισκάρεις, μπορείς να ξεπεράσεις τα στερεότυπα και να αναδειχθείς».
Η ανάμειξή του με την πολιτική ήταν ένα τέτοιο ρίσκο στην περίοδο 1996-2000 επί κυβερνήσεως Κ. Σιμίτη ως βουλευτής Επικρατείας. «Εγώ ήμουν στις παρυφές της πολιτικής», διευκρίνιζε όμως.
«Αλλά ήταν τεράστια εμπειρία, διότι τότε κατανόησα πώς λειτουργεί το σύστημα της σημερινής δημοκρατίας, τι είναι αυτό που φαίνεται και τι είναι αυτό που δεν φαίνεται. Πρόκειται για έναν άλλο κόσμο εκεί. Προσωπικά πάντως επέλεξα έναν συγκεκριμένο χώρο για να δραστηριοποιηθώ, του απόδημου ελληνισμού, για τον οποίο είχα από παλιά ζωηρό ενδιαφέρον. Και νομίζω ότι εκεί έκανα κάποιο έργο μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μου».
Η Αρχαιολογία ως βίωμα
Η Αρχαιολογία άλλωστε, την οποία ο Δημήτρης Παντερμαλής υπηρέτησε ακατάπαυστα από το 1969 υπήρξε ο βασικός προορισμός της ζωής του, «ένα βίωμα που εμπεριέχει ένα ολοκληρωτικό δόσιμο, γι΄ αυτό εμείς οι αρχαιολόγοι είμαστε λίγο παράξενοι», όπως είχε πει.
Χωρίς να πιστεύει ωστόσο, ότι μπορεί η Αρχαιολογία να μας διδάξει για το μέλλον: «Ούτε η Αρχαιολογία, ούτε η Ιστορία διδάσκουν. Δεν το πιστεύω. Γιατί αν διδασκόμασταν από την Ιστορία δεν θα κάναμε τα ίδια λάθη κάθε τόσο, χωρίς να μας νοιάζει. Παγκοσμίως φυσικά. Αυτό που επιτυγχάνει όμως, είναι να δίνει μία ακόμη διάσταση στην μονοδιάστατη ζωή μας, φέρνοντάς μας κοντά στο παρελθόν. Γίνεσαι έτσι σοφότερος, είναι σαν να έχεις ζήσει περισσότερες ζωές, άπειρες σπουδαίες στιγμές, άπειρους αιφνιδιασμούς».
Ο ίδιος πάντως δεν γεννήθηκε αρχαιολόγος, όπως έλεγε με χιούμορ, αλλά έγινε στην πορεία, καθώς αποφάσισε πως έκλινε περισσότερο προς τη διανόηση και τη θεωρία, αν και οι γονείς του θα ήθελαν να τον δουν γιατρό ή μηχανικό. Γεννημένος τον Μάιο του 1940 στη Θεσσαλονίκη από γονείς με μικρασιατική καταγωγή –ο πατέρας του είχε αρτοποιείο αλλά και λεωφορείο– σπούδασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό τμήμα του ΑΠΘ με καθηγητές τον Γεώργιο Μπακαλάκη και τον Μανόλη Ανδρόνικο και συνέχισε στη Φιλοσοφική σχολή στο τμήμα Γερμανικής γλώσσας και Φιλολογίας.
Ακολούθησαν σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, απ΄ όπου έλαβε το διδακτορικό του το 1968. Ήδη όμως από το 1966 δίδασκε στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε ξένους φοιτητές, παίρνοντας έτσι το βάπτισμα του πυρός για την διδασκαλία του αργότερα στην Ελλάδα.
Σπουδαίο έργο
Με την επιστροφή στην Ελλάδα, η πρώτη του θέση ήταν στο Μουσείο Εκμαγείων του ΑΠΘ ενώ από το 1973 ανέλαβε την πανεπιστημιακή ανασκαφή στο Δίον, το θρησκευτικό κέντρο των αρχαίων Μακεδόνων. Επίκουρος καθηγητής αρχικά, εκλέχτηκε το 1979 καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ από όπου αποχώρησε το 2007 με σύνταξη. Στο διάστημα αυτό πολλά άλλαζαν στη ζωή του, τόσο η ολοκλήρωση της ανασκαφής στο Δίον όσο και η ανάληψη της προεδρίας του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακροπόλεως από το 2000.
Παράλληλα όμως είχε κάνει σχεδόν τον γύρο του κόσμου, δίνοντας ομιλίες και λαμβάνοντας μέρος σε σεμινάρια ξένων πανεπιστημίων, ερευνητικών ινστιτούτων και μουσείων. Η αρχαία γλυπτική και αρχιτεκτονική ήταν τα κύρια επιστημονικά ενδιαφέροντά του, όπως αναφέρθηκαν στις δεκάδες διεθνείς δημοσιεύσεις τους. Ανάμεσά τους «Ο νέος Μακεδονικός τάφος της Βεργίνας», «Η κεράμωση του ανακτόρου της Βεργίνας», «Λατρείες και ιερά στο Δίον Πιερίας», «Οι επιγραφές του Δίου», κ.ά.
Επίσης διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής, πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και επί σειρά ετών πρόεδρος του Τελλόγλειου Ιδρύματος Τεχνών. Ήταν τακτικό μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου και είχε τιμηθεί με το παράσημο του Μέγα Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Διοικητή Πρώτης Τάξεως του Τάγματος του Λέοντος της Φινλανδίας, του Τάγματος του Αστέρος της Ιταλίας και του Σταυρού Α΄ Τάξης του Τάγματος Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ο θάνατός του Δημήτρη Παντερμαλή κλείνει μια μεγάλη εποχή για το Μουσείο Ακρόπολης, το πρώτο μουσείο στην Ελλάδα που λειτούργησε ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, κάτι για το οποίο πολεμήθηκε, από όσους ήλπιζαν στην αποτυχία του.
Το αντίθετο συνέβη, χάρις στον Δημήτρη Παντερμαλή καθιερώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα κι αυτή η κληρονομιά αποτελεί μία σπουδαία παρακαταθήκη για τον διάδοχό του στην προεδρία του ΔΣ, αλλά κυρίως για τον διευθυντή του, καθηγητή Νίκο Σταμπολίδη, που υπήρξε μαθητής του δασκάλου στο Αριστοτέλειο.
Διαβάστε επίσης:
Δημήτρης Παντερμαλής: Πέθανε ο πρόεδρος του Μουσείου της Ακρόπολης
Διεθνείς σταρ, πολιτικοί και γαλαζοαίματοι – Οι επώνυμοι επισκέπτες του Μουσείου Ακρόπολης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Fitch: Επιβεβαίωσε το BBB- της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% το 2025
- Γιατί ο Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας – Στήριξε τον Σαμαρά
- Πραγματική φοβέρα ή προετοιμασία για ανακωχή;
- Χρηματιστήριο: Repricing των τραπεζών, αγορές σε μετοχές με μερισματική απόδοση φέρνει η πτώση των επιτοκίων κατά 0,50% από την ΕΚΤ