Ο προβληματισμός δεν είναι περιστασιακός. Έγραφα προ ημερών για τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και μόλις χθες ανέφερα το φλέγον θέμα του χρέους καθώς κι αυτό της παραγωγικότητας. Το βαθύτερο πρόβλημα, πάντως, είναι πως δεν καταφέρνουμε να αλλάξουμε την δομή της οικονομίας, γεγονός που ενέχει σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον—ένα μέλλον που χαρακτηρίζεται από ολοένα αυξανόμενη αβεβαιότητα.
Παλαιότερα, μία κριτική που ακουγόταν σχεδόν διαρκώς ήταν ότι η οικονομία μας στηριζόταν στα ακίνητα και τον τουρισμό. Μόνιμη επωδός που τραβούσε την προσοχή και αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης για πολιτικούς, οικονομολόγους και δημοσιογράφους.
Διαβάζω σήμερα για τις πολλαπλές οικονομικές δράσεις που προσφέρουν στην Ελλάδα ρυθμό ανάπτυξης για το 2022 που φαίνεται ότι τελικά θα «καθίσει» γύρω στο 6%. Εντυπωσιακό επίτευγμα μέσα στον ορυμαγδό της γεωπολιτικής σύγκρουσης, της ενεργειακής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής.
Το σύγχρονο ερώτημα είναι που έχει στηριχτεί αυτή η ανάπτυξη; Η απάντηση δεν είναι σύγχρονη. Είναι …αιώνια: στον τουρισμό και στα ακίνητα.
Ξένα κεφάλαια έχουν έρθει, κι αυτό μαζί με τις εισροές από το Ταμείο Ανάπτυξης έχει βοηθήσει να καλυφθεί σε τρέχουσα βάση, το σωρευτικό έλλειμμα επενδύσεων που δημιουργήθηκε στην χαμένη δεκαετία. Στην συντριπτική πλειοψηφία τους, όμως, έχουν κατευθυνθεί σε εξαγορές ελληνικών υποδομών και ελληνικών επιχειρήσεων. Το κέρδος έρχεται από την καλύτερη λειτουργία τους. Μειώνεται από την εξαγωγή κερδών – γι’ αυτό και πρέπει να προσέχουμε την πορεία του εθνικού εισοδήματος και όχι μόνο του ΑΕΠ.
Ο τουρισμό δίνει κέρδη και δημοσιονομικό χώρο. Τα ακίνητα πολλά κέρδη και αναλογικά μικρότερο δημοσιονομικό χώρο, καθώς ενέχουν αναβαλλόμενη φορολογία. Ανάπτυξη πάντως έχουμε.
Είναι όμως αυτό το μοντέλο που θα μας περπατήσει μέσα στον 21ο αιώνα;
Η ψηφιακή μεταρρύθμιση στην οποία έδωσε προτεραιότητα ο Μητσοτάκης και πέτυχε ο Πιερρακάκης, αφορά γενικά την οικονομία και τους πολίτες. Δυστυχώς, όμως, ελλείψει της κατάλληλης μαθησιακής υποδομής και πληροφόρησης, σε επίπεδο κοινωνία κινδυνεύει να δημιουργήσει διχασμό ανάμεσα στους ψηφιακούς γνώστες και τους ψηφιακούς αναλφάβητους. Σε επίπεδο παραγωγής δεν φτάνει, υποχρεωτικά, στην επιχείρηση και ιδιαίτερα στην μικρομεσαία και την πολύ μικρή.
Σήμερα, στην Ελλάδα, κυριαρχούν τα, για την οικονομία μας, megadeals. Η φυσιολογική κατάληξη τους είναι η δημιουργία ολιγοπωλιακών καταστάσεων. Σε μία οικονομία που έτσι κι αλλιώς υποφέρει από έλλειψη ανταγωνισμού, αυτή δεν είναι απαραίτητα η πιο επιθυμητή εξέλιξη.
Βέβαια, οι αλλεπάλληλες κρίσεις δεν βοηθούν την κατάσταση. Διότι, είναι σαφές, ότι η κυβέρνηση δεν ήταν υποχρεωτικά ταγμένη σε τέτοια μορφή και έκταση φιλελευθεροποίησης. Ζούμε, εξάλλου, σε εποχή όπου ο ρόλος του κράτους υποχρεωτικά θα διευρυνθεί και αναβαθμιστεί – με την ελπίδα ότι θα βελτιωθεί και ποιοτικά.
Οι κρίσεις, όμως, δημιούργησαν νέες και επείγουσες απαιτήσεις—οπότε με την λογική του «στον πόλεμο κάνεις όπως στο πόλεμο» η κυβέρνηση, υπό από την πίεση των αυξημένων δαπανών και των δημοσιονομικών περιορισμών, υποχρεώθηκε να κινηθεί πιο γρήγορα και με αποκλίσεις από το σχέδιο που είχε παρουσιάσει προεκλογικά.
Το ερώτημα είναι αν το μέλλον, με τις κρίσεις που φαίνεται να μας επιφυλάσσει, θα μας δώσει την ευκαιρία να αλλάξουμε το μοντέλο της σχεδόν μονοθεματικής (με δύο κλάδους) ανάπτυξης;
Διαβάστε επίσης
Κρίση πενταετίας στον ορίζοντα
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Γαλλία: Έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι η Ρωσία προσπαθεί να χειραγωγήσει τους influencers της
- Ερντογάν – Μικάτι: Πρέπει να δράσουμε μαζί ως δύο σημαντικοί γείτονες της Συρίας
- Ισθμός: Άνδρας προσπάθησε να αυτοκτονήσει πηδώντας στο κανάλι
- ΗΠΑ: Άγνωστα παραμένουν τα κίνητρα της 15χρονης που άνοιξε πυρ σε σχολείο στο Ουισκόνσιν