Τα θεμελιώδη μεγέθη εξακολουθούν να υποδεικνύουν περαιτέρω άνοδο και κέρδη για τις αγορές των εμπορευμάτων, εξηγεί η UBS και ο Mark Haefele, Global Wealth Management Chief Investment Officer. «Συνολικά, πιστεύουμε ότι οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν πιεστεί υπερβολικά και ότι οι επενδυτές θα αρχίσουν να ανησυχούν λιγότερο σχετικά με την ανάπτυξη και περισσότερο για τις ελλείψεις στην πλευρά της προσφοράς λόγω της κλιματικής αλλαγής, της γεωπολιτικής και των πολιτικών απεξάρτησης από τον άνθρακα. Ως εκ τούτου, διατηρούμε τις προσδοκίες μας για αποδόσεις 15% – 20% για τις αγορές των εμπορευμάτων κατά τους επόμενους 6 – 12 μήνες», επισημαίνει ο Haefele.

Η πορεία των εμπορευμάτων φέτος και ιστορικά

Τα εμπορεύματα έχουν υποχωρήσει από τις κορυφές τους και ο δείκτης CMCI της UBS μειώθηκε κατά περίπου 11% από την κορυφή του στις αρχές Ιουνίου και οι επιδόσεις του τον Ιούλιο ήταν αμετάβλητες, αλλά εξακολουθεί να είναι αυξημένος κατά 16% από την αρχή του έτους, εξηγεί η UBS.

Οι περιορισμοί από την πλευρά της προσφοράς, οι οποίοι στήριξαν το ράλι το πρώτο εξάμηνο έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα λόγω της επιδείνωσης των παγκόσμιων προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης, το ισχυρότερο δολάριο ΗΠΑ και το πρόβλημα της Κίνας με τα στεγαστικά δάνεια για κατοικίες.

Οι τιμές των εμπορευμάτων θα μπορούσαν να μειωθούν περαιτέρω εάν η παγκόσμια οικονομία διολισθαίνει σε μια βαθιά ύφεση. Οι δείκτες εμπορευμάτων υποχωρούν στις περιόδους ύφεσης 30% – 50% από το ανώτατο επίπεδο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Στο χαμηλό του Ιουλίου, ο δείκτης CMCI είχε υποχωρήσει κατά 17% από την κορυφή του Ιουνίου.

«Ωστόσο, μια ήπια προσγείωση είναι εξίσου πιθανή με μια έντονη επιβράδυνση, κατά την άποψή μας, και οι υπερβολικά πτωτικές εκτιμήσεις για τις αγορές εμπορευμάτων δεν λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους τη δυναμική της προσφοράς», επισημαίνει ο Haefele. Σε γενικές γραμμές, η προσφορά βασικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη λόγω των πολυετών υποεπενδύσεων και τα επίσημα αποθέματα είναι χαμηλά σε πολλούς τομείς και εξαιτίας καιρικών και γεωπολιτικών παραγόντων.

«Εν τω μεταξύ, βλέπουμε θετικές τάσεις και στη ζήτηση. Η κινεζική ζήτηση πρόκειται να ανακάμψει. Η οικονομική ανάκαμψη της Κίνας παραμένει ευαίσθητη, αλλά τα στοιχεία για τη μεταποίηση και την ακίνητη περιουσία σηματοδοτούν ότι η κυβερνητική στήριξη θα είναι πιο σημαντική τους επόμενους μήνες, γεγονός που θα πρέπει να σταθεροποιήσει τη ζήτηση για τα εμπορεύματα, ιδίως το σιδηρομετάλλευμα και τα βιομηχανικά μέταλλα», προβλέπει η UBS.

Οι συζητήσεις για ύφεση στις ΗΠΑ είναι πρόωρες

Μετά τα στοιχεία για τα επιδόματα ανεργίας της περασμένης εβδομάδας, μπορούμε να είμαστε πιο βέβαιοι λέγοντας ότι η οικονομία δεν βρίσκεται σε ύφεση, όταν δημιουργούνται 528.000 νέες θέσεις εργασίας μέσα σε ένα μήνα. Ενώ η ανάπτυξη επιβραδύνεται, η αμερικανική οικονομία επιστρέφει επίσης σε προ-πανδημικά επίπεδα και με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζει μια απόκλιση μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών.

«Καθώς η μεταποίηση επιβραδύνεται, οι υπηρεσίες αυξάνονται. Αν και αποκλίνουν, τα στοιχεία αντανακλούν την ομαλοποίηση της δραστηριότητας αγαθών και υπηρεσιών. Οι φόβοι για ελλείψεις στην προσφορά θα επανέλθουν πιθανότατα», εξηγεί ο Haefele. Τα βιομηχανικά μέταλλα και ο χάλυβας βρίσκονται στο επίκεντρο του νέου κύκλου των εμπορευμάτων και οι προμήθειες που απαιτούνται στην διαδικασία απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές είναι κεντρικής σημασίας για την ανάκαμψη των τιμών. «Ενώ αυτή η αφήγηση δεν είναι νέα, πιστεύουμε ότι ο κόσμος δεν είναι ακόμη προετοιμασμένος για την αύξηση της ζήτησης που σχετίζεται με τη μετάβαση. Παρά τις υψηλότερες τιμές, μια δεκαετία χαμηλών αποδόσεων και οι ανησυχίες για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG) έχουν περιορίσει τις επενδύσεις στη μελλοντική αύξηση της προσφοράς βασικών μετάλλων όπως ο χαλκός. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή θα δυσκολευτεί να συμβαδίσει με την αυξανόμενη ζήτηση», εκτιμά η UBS.

Στην αγορά του πετρελαίου υπήρξε παρόμοια υποεπένδυση και οι παραγωγοί του ΟΠΕΚ+ έχουν περιορισμένη ή καθόλου πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. «Βλέπουμε επίσης διαταραχές της προσφοράς στα γεωργικά προϊόντα που θα διαρκέσει έως το 2023, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, των υψηλών ενεργειακών τιμών, τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τις επίμονες προκλήσεις που σχετίζονται με το κλίμα», καταλήγει η UBS.

Διαβάστε επίσης

HSBC: Η ύφεση στην Ευρωζώνη είναι ο αναπόφευκτος αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης