ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Ήταν ο αρχαιολόγος που ανέσκαψε την Κνωσό. Ήταν αυτός που την ταύτισε με τα ανάκτορα του μυθικού βασιλιά Μίνωα. Ήταν ο ίδιος που έδωσε ονομασία σε έναν ολόκληρο πολιτισμό, τον «Μινωικό», όπως πρώτος τον αποκάλεσε. Και βέβαια εκείνος, που «δημιούργησε» αυτό το θαύμα του παλατιού, που βλέπουμε σήμερα, με την αναστήλωση μέρους του κτιρίου.
Γιατί ο Άρθουρ Έβανς, δεν άφησε τα ανάκτορα όπως τα βρήκε, το αντίθετο. Σήκωσε τοίχους, στερέωσε κολώνες και αποκατέστησε ορόφους, έφτιαξε στέγες, έβαλε να χρωματίσουν και να ζωγραφίσουν.
Έτσι, που οι τουρίστες μπορούν σήμερα να λένε με υπερηφάνεια, ότι περπάτησαν στα χνάρια του κραταιού βασιλιά που συνδέθηκε, μεταξύ άλλων με τον Λαβύρινθο και τον Μινώταυρο, τον Ίκαρο, το Δαίδαλο και την Αριάδνη, ότι είδαν το θρόνο του και θαύμασαν την πολυτέλεια του οίκου του με τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες των Δελφινιών, του Πρίγκιπα με τα κρίνα ή των Γαλάζιων κυριών.
Κι αν στα νεώτερα χρόνια με την μεγάλη εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης, κάποιες μέθοδοι του Έβανς υφίστανται αυστηρή κριτική, η ουσία δεν αλλάζει: Ο Άρθουρ Έβανς, αυτή η σπουδαία προσωπικότητα της Αρχαιολογίας, που έφυγε σαν χθες από τη ζωή το 1941 σε ηλικία 90 ετών έδωσε στην Κρήτη έναν μεγαλειώδη αρχαιολογικό χώρο, ένα ακόμη αρχαίο brand name στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα ίδρυσε έναν ολόκληρο κλάδο της Αρχαιολογίας, την Μινωική.
Οι πρώτοι ανασκαφείς
Το ανάκτορο, που βρίσκεται στο ύψωμα της Κεφάλας σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από το Ηράκλειο εντόπισε για πρώτη φορά ένας έμπορος και αρχαιοδίφης ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος είχε κάνει και τις πρώτες ανασκαφές το 1878 αποκαλύπτοντας τα θεμέλια των αποθηκευτικών χώρων που ήταν γεμάτα με πιθάρια ενώ έσκαψε επίσης και ένα τμήμα της λεγόμενης Αίθουσας του θρόνου.
Έτσι κι αλλιώς όμως, οι ντόπιοι που καλλιεργούσαν τους αγρούς σ΄αυτή την περιοχή έφερναν στο φως διαρκώς κάποια αντικείμενα, μερικά από τα οποία, όπως οι σφραγιδόλιθοι έπαιρναν το δρόμο προς τα αθηναϊκά αρχαιοπωλεία ή στο εξωτερικό. Νόμος περί Αρχαιοτήτων δεν υφίστατο εκείνη την εποχή, χώρια που η Κρήτη δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί από τους Τούρκους. Και πράγματι αυτοί οι τελευταίοι, που ήταν και ιδιοκτήτες της περιοχής απαγόρευσαν στον Καλοκαιρινό της συνέχεια της έρευνας.
Επόμενος, που έδειξε ενδιαφέρον ήταν ο Σλήμαν, τα χρήματα όμως, που του ζήτησαν για την αγορά της γης, του φάνηκαν εξωφρενικά, έτσι εγκατέλειψε το σχέδιο, το οποίο ωστόσο είχε ήδη κατά νου και ο Άρθουρ Έβανς. Διευθυντής του Μουσείου Ασμόλεαν της Οξφόρδης και παρακινούμενος από τους σφραγιδόλιθους που είχε δει, έφθασε για πρώτη φορά στην Κρήτη το 1894.
Σκοπός του ήταν να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης τότε, γραφής, που εμφανίζονταν στις σφραγίδες. Και πράγματι στο βιβλίο που εξέδωσε τον επόμενο χρόνο μιλούσε για εικονογράμματα και για συλλαβικές ή προαλφαβητικές γραφές, οι οποίες σήμερα είναι οι γνωστές Γραμμική Α και Γραμμική Β.
Η ανακάλυψη
Το 1899 έχοντας κληρονομήσει μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του, τον χαρτοβιομήχανο σερ Τζον Έβανς, που ήταν και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ο Έβανς επανήλθε και αγόρασε την περιοχή. Στο μεταξύ το 1898 η Κρήτη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη (Κρητική Πολιτεία) ενώ θεσπίστηκε και νόμος με τον οποίο όλες οι αρχαιότητες κηρύσσονταν κτήμα της Πολιτείας.
Η ανασκαφή του ανακτόρου, την οποία ο Έβανς χρηματοδότησε εξ ολοκλήρου άρχισε τον Μάρτιο του 1900 και ολοκληρώθηκε το 1905, ενώ συνεχίσθηκε και ως το 1931 με μικρές διακοπές. Οι φωτογραφίες που έχουν φθάσει ως σήμερα από εκείνες μέρες δείχνουν πλήθος εργατών – ξεκίνησε με 30 και έφθασε στους 250! – μια εξαιρετική οργάνωση και βέβαια την κατά τμήματα προσεκτική αποκάλυψη των επιμέρους κτιρίων.
Ήταν απολύτως βέβαιος πλέον, ότι αυτό το τεράστιο κτιριακό σύμπλεγμα που εκτείνεται 22.000 τ.μ. ήταν το ανάκτορο της Κνωσού, εκεί όπου κατοικούσε ο βασιλιάς Μίνωας. Κάτι που οριστικοποίησε με το τετράτομο έργο του και κλασικό πλέον στην Αρχαιολογία «Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσό» (1921 – 1935). Πλησίον του ανακτόρου έκτισε και ο ίδιος άλλωστε μεταγενέστερα τη Βίλα Αριάδνη, η οποία έγινε και βάση της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Κρήτη ως σήμερα.
Να θυμίσουμε, ότι το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού κτίστηκε περί το 2000 π.Χ. πάνω σε παλαιότερα στρώματα, αφού η κατοίκηση στο χώρο αυτό χρονολογείται από Νεολιθική εποχή. Η ιστορία του όμως είναι μία διαρκής οικοδόμηση και καταστροφή από σεισμούς: Το 1900 π.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, αλλά επισκευάσθηκε αμέσως, για να καταστραφεί όμως πάλι από σεισμό το 1700 π.Χ.
Περί τα μέσα του 15ου π.Χ. αιώνα το νέο ανάκτορο ήταν το πιο μεγαλοπρεπές από όλα τα προηγούμενα αλλά στα μέσα του 14ου αιώνα καταστράφηκε αυτή τη φορά από πυρκαγιά και έκτοτε δεν ξαναλειτούργησε ως ανακτορικό κέντρο.
Η χρήση νέων υλικών
Παράλληλα ο Έβανς αντιμετώπισε ήδη από τα πρώτα χρόνια των ανασκαφών την ανάγκη συντήρησης των ευρημάτων, γιατί τα υλικά με τα οποία ήταν κτισμένα ήταν εξαιρετικά ευπαθή. Ο γυψόλιθος συγκεκριμένα, που είχε χρησιμοποιηθεί ως βασικό κατασκευαστικό υλικό του ανακτόρου είναι ιδιαίτερος εύθραυστος από την έκθεσή του στον αέρα και γενικά στις καιρικές συνθήκες.
Έτσι ο Έβανς οδηγήθηκε στην λύση όχι μόνον της συντήρησης αλλά από το 1925 προχώρησε σε ριζική αποκατάσταση και αναστήλωση των κτιρίων χρησιμοποιώντας ανθεκτικά υλικά.
Το έργο περιελάμβανε ό,τι βλέπουμε σήμερα: Την αποκατάσταση ορόφων και αρχιτεκτονικών συνόλων, με κύριο υλικό πλέον, το σκυρόδεμα. Στην εποχή του ήταν το νέο «μαγικό υλικό» – παρ΄ότι ήταν γνωστό ήδη από τους Ρωμαίους – κι αυτό, λόγω της μεγάλης αντοχής του φυσικά. Με τσιμέντο λοιπόν κατασκευάσθηκαν οι μινωικοί ξύλινοι κίονες και οι ξυλοδεσιές ενώ για την φυσικότητα του αποτελέσματα χρωματίσθηκαν ανάλογα.
Επίσης οι τοιχογραφίες του ανακτόρου συμπληρώθηκαν ως προς τα κενά τους και αντίγραφά τους τοποθετήθηκαν σε διάφορα σημεία. Βασικοί συνεργάτες του ήταν στην ανασκαφή ο Ντάνκαν Μακένζι, ο οποίος κρατούσε λεπτομερή ημερολόγια, ο αρχιτέκτονας Τεοντόρ Φάιφ, ο οποίος έκανε τα σχέδια των διαμερισμάτων του ανακτόρου και ο ελβετός καλλιτέχνης Εμίλ Ζιγιερόν και με τον γιο του αργότερα, που έκαναν πολλές από τις συμπληρώσεις των τοιχογραφιών.
Αντιδράσεις
Ήδη από την εποχή του ωστόσο οι επεμβάσεις αυτές προκάλεσαν αρνητικές αντιδράσεις, με πρώτη και σημαντικότερη ότι δεν είναι αναστρέψιμες, κάτι που αποτελεί σήμερα βασική αρχή κάθε αναστήλωσης ή άλλης παρέμβασης σε αρχαίο μνημείο.
Έχει κατηγορηθεί επίσης, ότι σε κάποιες περιπτώσεις η νέα επέμβαση δεν ξεχωρίζει από το αρχαίο (άλλη βασική αρχή). Και ακόμη, ότι η αποκατάσταση δεν στηρίχθηκε πάντα σε σαφή αρχαιολογικά στοιχεία. Όσο για το τσιμέντο, όλοι στην εποχή του Έβανς το απέρριπταν, προτείνοντας τα ίδια υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί στην αρχαιότητα, αν και πλέον έχει αποδειχθεί, ότι τουλάχιστον από πλευράς αντοχής η επιλογή ήταν επιτυχής.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να αρνηθεί σήμερα, ότι αυτή η εικόνα της Κνωσού, που είναι διάσημη σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου οφείλεται στον Άρθουρ Έβανς και ότι πλέον η αναστήλωση του ανακτόρου από τον ίδιο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μνημείου και της ιστορίας του.
Διαβάστε επίσης:
«Συγγνώμη για τη ματαιοδοξία μου». Όταν διάσημοι συγγραφείς σχολιάζουν τον εαυτό τους
Ανακάλυψη: Ελληνικές τοιχογραφίες στο παλάτι του Αλβέρτου του Μονακό
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Fitch: Επιβεβαίωσε το BBB- της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% το 2025
- Γιατί ο Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας – Στήριξε τον Σαμαρά
- Πραγματική φοβέρα ή προετοιμασία για ανακωχή;
- Χρηματιστήριο: Repricing των τραπεζών, αγορές σε μετοχές με μερισματική απόδοση φέρνει η πτώση των επιτοκίων κατά 0,50% από την ΕΚΤ