ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Μια ιδεατή Ελλάδα του μύθου και της ιστορίας, έναν τόπο όπου συμβιώνουν αρμονικά οι ολύμπιοι θεοί, οι μούσες, οι άγιοι αλλά και οι ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης.
Κι όπου οι μορφές, αχνές και εξαϋλωμένες ανυψώνονται σ΄έναν υπερβατικό χώρο, έχοντας χάσει την υλική τους υπόσταση και αντίθετα προβάλλοντας μόνον την πνευματική.
Αυτό είναι το έργο της ωριμότητας του Κωνσταντίνου Παρθένη, τον οποίο η εμβληματική διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα χαρακτήριζε ως «πρωτεϊκό καλλιτέχνη» για την δυνατότητά του να μεταμορφώνεται διαρκώς, κρατώντας όμως πάντα έναν ευανάγνωστο γενετικό κώδικα κι ένα άμεσα αναγνωρίσιμο ύφος.
Με τον ίδιο χαρακτηρισμό τον αναφέρει και στον κατάλογο της έκθεσης, που είχε ολοκληρώσει αλλά δεν πρόφθασε να εγκαινιάσει στην Εθνική Πινακοθήκη.
Με τίτλο «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967). Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του», αυτή η μεγάλη αναδρομική έκθεση, φόρος τιμής σε έναν από τους θεμελιωτές της ελληνικής ζωγραφικής του 20ού αιώνα, πρόκειται να ανοίξει σε λίγες μέρες.
Και μερικά από τα έργα της έκθεσης, που μπορεί να μνημονεύσει κανείς, είναι φυσικά η «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου» (πριν το 1933), οι «Λουόμενες», (πριν το 1919), η «Ανάσταση» (1917 – 1919), ο «Ευαγγελισμός» (1907 – 1910), το «Θέατρο Ηρώδου Αττικού» (1930 – 1938), οι Αυτοπροσωπογραφίες του κ.ά.
Περί τα 150 έργα άλλωστε, του σπουδαίου ζωγράφου από όλες τις περιόδους της δημιουργίας του – έργα από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά και από ιδιωτικές συλλογές – περιλαμβάνονται στην έκθεση, που στόχος της είναι, να φέρει σε επαφή το κοινό με μία από τις σημαντικές μορφές της ιστορίας της νεοελληνικής τέχνης. Τόσο αναφορικά με το έργο του, όσο και με την διδασκαλία του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθητές του υπήρξαν μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος και πολλοί ακόμη.
Ποιητική ζωγραφική
Μυθολογικές και αλληγορικές σκηνές, τοπία, θρησκευτικά θέματα, προσωπογραφίες αλλά και νεκρές φύσεις αποτυπώνονται στα έργα του Παρθένη, που άντλησε την έμπνευσή του από την αρχαία και τη βυζαντινή τέχνη αλλά και από τα νεότερα ρεύματα, όπως τον ιμπρεσιονισμό και τον μεταϊμπρεσιονισμό, το συμβολισμό και την Art Nouveau. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να διαμορφώσει ένα εντελώς ιδιαίτερο και προσωπικό ύφος, το οποίο ήταν καθοριστικό για την ανανέωση της ελληνικής τέχνης.
Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του χαρακτηρίζεται ως υπαιθριστική, γρήγορα όμως από το 1920 στράφηκε σε θέματα ανθρωποκεντρικά, συμβολιστικά και αλληγορικά. Τότε άρχισε να διαμορφώνεται το ώριμο ύφος του, που είναι περισσότερο γνωστό, με σχηματοποιήσεις και ανάλαφρο τονικό χρώμα και με τις ψηλόλιγνες μορφές του να φαίνονται σαν ονειρικές προβολές πάνω στην οθόνη του μουσαμά.
«Τα έργα που ζωγραφίστηκαν με αυτή την τεχνοτροπία μοιάζουν με ποιητικές ονειροφαντασίες», όπως αναφέρεται στα στοιχεία που δίνει η Εθνική Πινακοθήκη.
Αλλαγή υπάρχει στη δεκαετία του ’30 προφανώς υπό την επίδραση στην τέχνη της περίφημης Γενιάς του ΄30. Οι καμπύλες φόρμες του γίνονται ευθύγραμμες και γωνιώδεις ενώ παράλληλα παρατηρείται και μια αλλαγή, που φαίνεται να συνδέεται με τον Κόντογλου και την επιστροφή στις αξίες της βυζαντινής τέχνης. Έτσι τα εαρινά χρώματα της προηγούμενης περιόδου αντικαθίστανται τώρα από τη βυζαντινή κλίμακα, που διαθέτει γαιώδη, καστανά, γκρίζα, σκούρα μπλε.
Το ύφος του ζωγράφου όμως παραμένει το ίδιο μέσα από το ανάλαφρο σχέδιο και τις ονειρικές μορφές, έτσι που να μοιάζουν με υπερφυσικά δρώμενα.
Η καταγωγή
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια σε εύπορη οικογένεια, από Έλληνα πατέρα, καπνέμπορο ενώ η μητέρα του ήταν Ιταλίδα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης έλαβε εξαιρετική μόρφωση –μιλούσε και έγραφε σε πέντε γλώσσες– και καλλιέργεια, καθώς τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής τα πήρε στην Αίγυπτο ενώ στη συνέχεια σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης και μουσική στο Ωδείο της Βιέννης.
Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά το 1903, όταν έλαβε μέρος και στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών, στην οποία τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο. Στα επόμενα πέντε χρόνια ταξίδεψε στη χώρα ζωγραφίζοντας και αγιογραφώντας εκκλησίες και στη συνέχεια, ως το 1914 έζησε στο Παρίσι, όπου και παρουσίασε έργα του αποσπώντας και βραβείο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αρχικά έζησε για λίγο στην Κέρκυρα και από το 1917 οριστικά στην Αθήνα. Είχε άλλωστε ήδη παντρευτεί από το 1909 την Ιουλία Βαλσαμάκη, κόρη αρχοντικής οικογένειας από την Κεφαλονιά.
Καθιέρωση και αντιδράσεις
Η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο έχει γίνει από τον Παρθένη κατά παραγγελία του Αττικού Συνδέσμου το 1919 ενώ τον επόμενο χρόνο ο ίδιος παρουσίασε στο Ζάππειο μεγάλη αναδρομική έκθεση, για την οποία τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών.
Η καθιέρωσή του στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους ως ζωγράφος ήταν πλέον γεγονός, την ίδια στιγμή ωστόσο, που παρουσιάστηκαν και οι πρώτες αντιδράσεις από τους συντηρητικούς, ακαδημαϊκούς κύκλους, που ξεσηκώθηκαν εναντίον του.
Οι επιτυχίες του ωστόσο συνεχίζονταν: Το 1934 έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας, το 1937 στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, όπου το έργο του «Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες» κέρδισε το χρυσό βραβείο, ενώ το 1938 διοργανώθηκε αναδρομική έκθεσή του στο πλαίσιο της Μπιενάλε της Βενετίας, με το έργο του «Ευαγγελισμός» να αγοράζεται από το Μουσείο της Βενετίας.
Το τέλος
Στο μεταξύ, από το 1929 είχε διοριστεί ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με προεδρικό διάταγμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που ήταν στενός του φίλος, κάτι που ξεσήκωσε για μια ακόμη φορά αντιδράσεις, αν και μόνον ανάμεσα στους καθηγητές. Η διαμάχη εκείνη την εποχή μεταξύ συντηρητικών και νεωτεριστών ήταν τεράστια, έτσι ο πόλεμος τον οποίο υπέστη ήταν ανηλεής.
Δίδαξε πάντως ως το 1947 οπότε και παραιτήθηκε, από τον επόμενο όμως χρόνο αποσύρθηκε από τον κόσμο και κλείστηκε στον εαυτό του και στη σιωπή. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1954 του απενεμήθη το παράσημο του Ταξιάρχη του Βασιλέως Γεωργίου Α` και το 1965 το παράσημο του Χρυσού Ταξιάρχη του Φοίνικος, ενώ το 1966 οι μαθητές του οργάνωσαν στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο έκθεση έργων του από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Εκείνος όμως δεν παρέστη. Πέθανε τον επόμενο χρόνο ενώ είχε περιέλθει σε κατάσταση παράλυσης, πλήρους αδυναμίας επικοινωνίας αλλά και ένδειας.
Ζούσε ως τότε στο σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη, απέναντι ακριβώς από το Ηρώδειο, ένα κτίριο σαν λευκό κύβο, που είχαν κτίσει με τον φίλο του Δημήτρη Πικιώνη, ακολουθώντας το ρεύμα του Μπάουχαους. Είχε αρνηθεί μέχρι τέλους την αναγκαστική απαλλοτρίωση, που επέβαλλε η πολιτεία γι΄αυτό το σπίτι, κάτι ωστόσο που έγινε μετά τον θάνατό του.
Διαβάστε επίσης:
Ρέντσο Πιάνο: Τα αρχαία Ασκληπιεία δείχνουν το δρόμο – Πρόγραμμα του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος
Εγκαίνια την Κυριακή της Αρχαιολογικής Συλλογής Σερίφου στο παλιό Ξενία
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Μιχάλης Σιαμίδης στο mononews: Κάθε επιχείρηση πρέπει να χτίσει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο
- Τι θα εισφέρει η Μπάρμπα Στάθης στην Ideal Holdings
- OΠΑΠ: Γιατί η αγορά περιμένει ότι θα σπάσει το φράγμα των 770 εκατ. ευρώ EBITDA φέτος
- Αρ. Παντελιάδης (ΕΣΕ): Οι τιμές στα σούπερ μάρκετ δεν θα επιστρέψουν ποτέ στα προ 3ετίας επίπεδα