Οι ξένοι αγαπούν το ούζο και αυτό αναδεικνύεται στο μεγάλο πλεονέκτημα της ιστορικής «Ποτοποιίας Πλωμαρίου – Ισίδωρος Αρβανίτης».

Το ούζο σαρώνει τις ξένες αγορές με εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η εταιρεία του Νίκου Καλογιάννη εξελίσσεται σε μια μεγάλη εξαγωγική δύναμη με τις πωλήσεις εκτός συνόρων να ξεπερνούν αυτές  της ελληνικής αγοράς.

1

«Οι εξαγωγές αποτελούν περίπου το 70% των πωλήσεων της Ποτοποιϊας μας Ούζο Πλωμαρίου. Έχει μια δυναμική παρουσία εκτός από την Ελλάδα και στο εξωτερικό» λέει στο mononews.gr ο Νίκος Καλογιάννης ιδιοκτήτης και πρόεδρος της εταιρείας.

Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη αγορά για την ιστορική ποτοποιία που έχει παρουσία σε 45 χώρες. Μεταξύ αυτών  Βουλγαρία,  Κύπρος, Η.Π.Α., Αυστραλία, Καναδά, Ιράκ, Τουρκία, Ισραήλ, Γαλλία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ρουμανία, Φινλανδία, Σουηδία, Ρωσία, Αγγλία, Εσθονία, Κίνα, Ιαπωνία, Χιλή, Σιγκαπούρη κλπ.

Τι είναι αυτό όμως που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του εξωτερικού στην ιστορική εταιρεία  που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία οινοπνευματωδών ποτών, αποσταγμάτων και συναφών ειδών από το 1894;

«Ο κατάλληλος σχεδιασμός, η σωστή ενημέρωση και προβολή και το ευρύ δίκτυο διανομής οδήγησαν στη διάθεση του Ούζου Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου σε σημαντικές αγορές του εξωτερικού. Μάλιστα, το Ούζο Πλωμαρίου εξάγεται πλέον σε περισσότερες από 45 χώρες παγκοσμίως. Αυτή η εξωστρέφειά μας είναι που μας βοήθησε και την περίοδο της πανδημίας όπου τα μέτρα που είχαμε πάρει στη χώρα μας, κλείσιμο του HORECA, επηρέασε σημαντικά την πορεία μας στην Ελληνική αγορά. Οι εξαγωγές κατάφεραν να αντιστάθμισαν την εικόνα καθώς ο μεγαλύτερος όγκος πωλήσεων μας στο εξωτερικό έρχεται από τα σούπερ μάρκετ» σημειώνει ο κ. Καλογιάννης.

Το ούζο, το αγαπημένο ποτό των ιρακινών

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξητική πορεία της κατηγορίας του ούζου στο Ιράκ καθώς το ούζο ως ένα διεθνές , ποιοτικό απόσταγμα έχει καταφέρει να κερδίσει τις καρδιές τους. Το Ούζο Πλωμαρίου απευθύνεται στην premium κατηγορία ούζου και μάλιστα έχει καταφέρει να γίνει το αγαπημένο ούζο των Ιρακινών κερδίζοντας την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους λόγω της υψηλής ποιότητας και των διακριτών γευστικών χαρακτηριστικών του.

Οι εξαγωγές ούζου στο Ιράκ είναι εντυπωσιακές. Με βάση τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών το Ιράκ είναι η δεύτερη χώρα σε εξαγωγές μετά την Γερμανία. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του έτους η Γερμανία κατείχε το 37,84% του συνόλου σε αξία και το 43,35 % σε ποσότητα. Οι εξαγωγές ούζου στο Ιράκ σε αξία φτάνουν το  32,8%.

Το ούζο γενικότερα αποτελεί τη ναυαρχίδα των εξαγωγών στα αλκοολούχα ποτά παρόλο που έχει να ανταγωνιστεί αντίστοιχα ποτά από χώρες όπως η Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, κλπ, έχει καθιερωθεί διεθνώς λόγω της υψηλής ποιότητάς του. Αποτελεί διαχρονικά το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της ελληνικής ποτοποιίας, καταλαμβάνοντας το 1ο τρίμηνο του 2022, το 66% της αξίας και το 75% της ποσότητας του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αποσταγμάτων.

Οι ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν να κατέχουν την πρωτιά σε αξία  και ποσότητα  στο σύνολο των χωρών προορισμού ούζου.

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επεξεργάστηκε ο ΣΕΑΟΠ, ο κλάδος της ποτοποιίας και της αποσταγματοποιίας φαίνεται να είναι από τους πλέον εξωστρεφείς.

Φορτσάρουν και οι εξαγωγές των αλκοολούχων

Οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν σημαντική άνοδο και το 2022 εν μέσω των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο κλάδος τα τελευταία τρία χρόνια, αφενός λόγω της πανδημίας, αλλά και από τις πρόσφατες αλλεπάλληλες κρίσεις (ενεργειακή, γεωπολιτική), διατηρώντας τη δυναμική που έχουν αναπτύξει την τελευταία 10ετία.

Οι εξαγωγές ελληνικών αλκοολούχων ποτών (εντός ΕΕ 27 & εκτός ΕΕ 27) σημειώνουν αύξηση τόσο σε αξία όσο και σε ποσότητα το 1ο τρίμηνο 2022, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 και του 2020. H Ευρώπη συνεχίζει να κατέχει σταθερά το μεγαλύτερο μερίδιο των εξαγωγών, σε ποσότητα & αξία με ποσοστό 68%. Με τη Γερμανία να αποτελεί την χώρα με το μεγαλύτερο μερίδιο εξαγωγών κατέχοντας το 41,4% της ποσότητας & το 33,5% της αξίας του συνόλου των εξαγωγών.