Για την Ευρώπη το κύριο πρόβλημα συνοψίζεται στο εξής δίλημμα: πώς θα αντισταθμίσει την απώλεια εισοδήματος που επιφέρει το υψηλότερο ενεργειακό κόστος χωρίς να οδηγηθεί η οικονομία σε περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού και στην δημιουργία πληθωριστικών προσδοκιών;
Η θεωρητική απάντηση υπάρχει – αν και είναι ατελής. Η πρακτική εφαρμογή της είναι που προβληματίζει, διότι ουσιαστικά εξαρτάται από την λογική των αγορών.
Ο πληθωρισμός είναι ήδη εδώ, βέβαια, και προέρχεται από τέσσερις πηγές: τα σοκ παραγωγής (κυρίως στις εφοδιαστικές αλυσίδες), την ενέργεια, τα τρόφιμα και την μετανάστευση. Πρόσφατες μελέτες, όπως του Brookings, επισημαίνουν ότι το κύριο πρόβλημα στους αμέσους επόμενους μήνες θα είναι η ενέργεια με το κόστος των τροφίμων να παίζει δευτερεύοντα και αυτό της μετανάστευσης τριτεύοντα ρόλο.
Το επόμενο βασικό ερώτημα είναι αν οι κυβερνήσεις οφείλουν να αποκαταστήσουν, τουλάχιστον ένα μέρος, της απώλειας εισοδήματος. Στο σημείο αυτό η οικονομική πολιτική είτε εμμένει στην λογική της αγοράς είτε ενσωματώνει πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Αν επιλεγεί η πρώτη περίπτωση, τότε η αποκατάσταση θα είναι περιορισμένη και θα επικεντρωθεί στον πρώτο κύκλο των αυξήσεων. Διότι, η αύξηση, π.χ., του εργατικού κόστους μπορεί να οδηγήσει σε δεύτερο κύκλο ανατιμήσεων και να ξεκινήσει έτσι το γνωστό γαϊτανάκι που θα σταματήσει μόνο όταν είτε οι εργαζόμενοι είτε οι επιχειρήσεις θα δεχτούν κάποια απώλεια εισοδήματος. Για να αποφευχθεί, λοιπόν, αυτός ο φαύλος κύκλος η παρέμβαση θα είναι περιορισμένη και οι απώλειες θα εμφανιστούν υποχρεωτικά αμέσως μόλις ξεκινήσει ο δεύτερος γύρος των αυξήσεων.
Η δεύτερη περίπτωση αναγνωρίζει ότι η αύξηση του κόστους ενέργειας ενέχει έντονα στοιχεία αναδιανομής του εισοδήματος ή, για να το παρουσιάσουμε από άλλη σκοπιά, οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις απλά δεν έχουν την δυνατότητα να απορροφήσουν το κόστος αυτό. Δαπάνες για την θέρμανση και μετακίνηση, για τροφή και για ενοίκιο είναι σχεδόν απόλυτα ανελαστικές και η μεγάλη άνοδος του κόστους σε οποιαδήποτε από αυτές τις τρεις κατηγορίες κυριολεκτικά τινάζει στον αέρα τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Η οικονομική πολιτική, λοιπόν, που θα λάβει υπόψη της την κοινωνική και πολιτική διάσταση του προβλήματος θα επιδιώξει να καλύψει την απώλεια εισοδήματος με μεταβιβάσεις, επιχορηγήσεις ή, ακόμη και με έλεγχο τιμών. Η επιχορήγηση συνεπάγεται, π.χ., τη μείωση του φόρου. Το πρόβλημα είναι ότι έτσι δεν μειώνεται ή και αυξάνεται η ζήτηση για το ακριβό αγαθό (την ενέργεια) και, επιπλέον ωφελούνται και οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις χωρίς να υπάρχει οικονομικός ή κοινωνικός λόγος.
Η επιδότηση, π.χ., ως η απόδοση ενός ποσού απευθείας στο άτομο ή την οικογένεια, δεν ενέχει αυτά τα προβλήματα και θεωρητικά είναι προτιμότερη λύση. Ως προς τον έλεγχο τιμών, αυτό προϋποθέτει ότι πέρα από την ύπαρξη του κατάλληλου νομικού πλαισίου, η πολιτική απόφαση θα δέχεται την δημιουργία ενός μεγάλου πλεονάσματος για τον καταναλωτή και μίας ελλειμματικής και αναποτελεσματικής κατάστασης για την παραγωγή.
Είναι μάλλον σαφές ότι η χρηματοδότηση αυτών των μέτρων δεν μπορεί να γίνει με αύξηση φόρων, οπότε η αύξηση του χρέους είναι ουσιαστικά η μόνη λύση. Στο σημείο αυτό έρχεται σε σύγκρουση για μία ακόμη φορά η νομισματική ορθοδοξία των τελευταίων 40-50 ετών και η παράδοση της πολιτικής οικονομίας που πάει πίσω στον 18ο αιώνα.
Η σύγχρονη πολιτική σκέψη υποστηρίζει ότι η αύξηση του χρέους θα οδηγήσει σε πληθωρισμό, κυρίως διότι οι ανάγκες αποπληρωμής του θα ασκήσουν πίεση στις πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων – αύξηση της απόδοσης τους—και ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν πληθωριστικές προσδοκίες.
Η πίεση αυτή μπορεί να υπάρξει—αν και μέχρι σήμερα ακόμη και με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εκτός πραγματικότητας άνοδο της τιμής της ενέργειας, η απόδοση των 10ετών ομολόγων δεν έχει αυξηθεί πάνω από 50-75 μονάδες βάσης.
Θα πρέπει, όμως, να ληφθεί υπόψη ότι ταυτόχρονα με την δημοσιονομική χαλάρωση, η άνοδος της συνολικής ζήτηση αναπόφευκτα θα περιοριστεί – αν δεν μειωθεί κιόλας—καθώς δεν υπάρχει τρόπος να καλυφθεί κατά 100% η απώλεια εισοδήματος που προκύπτει και από τα τέσσερα κανάλια-πηγές πληθωρισμού.
Επομένως, η στήλη επανέρχεται στη θέση που έχει επανειλημμένα υποστηρίξει τους τελευταίους μήνες: μία άνοδος των επιτοκίων τούτη την εποχή θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση – χωρίς να αποκλείεται η επανεμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού. Επειδή οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν εμφανιστεί πριν τον πόλεμο, μπορούν να δικαιολογηθούν οριακές μεταβολές των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, όχι όμως, η μορφή και έκταση της νομισματικής συρρίκνωσης που υποστηρίζεται από μερικούς κύκλους σε Ευρωπαϊκά κράτη –ακόμη και από ανώτερα στελέχη της Ε.Ε.
Δεν υπάρχει τρόπος να αγνοηθεί ότι βρισκόμαστε σε εποχή πολέμου –με απροσδιόριστες ακόμη οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι κυριαρχούν οι αντίρροπες δυνάμεις: ειρήνη και πόλεμος, δημοκρατία και αυταρχισμός, παγκοσμιοποίηση και οικονομικός ή περιφερειακός εθνικισμός, χαλαρή ή σκληρή νομισματική πολιτική, επεκτατική ή περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, κάλυψη ή αποδοχή της απώλειας αγοραστικής δύναμης, μείωση της ζήτησης και αύξηση του πληθωρισμού.
Στην Ελλάδα, το πρόβλημα της αναπλήρωσης του εισοδήματος έχει έντονα κοινωνικά κριτήρια που δεν λαμβάνονται υπόψη στην παράθεση δεικτών μέσου όρου της Ε.Ε. Το αυτό ισχύει για το έλλειμμα και το χρέος. Στη βάση αυτή, η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Δικαιολογημένα, επίσης, αναμένει την ανακοίνωση μίας ενιαίας πολιτικής για την ενέργεια και την αντιμετώπιση της κρίσης από την Ε.Ε.
Είναι αρκετά σαφές ότι οι διαφορετικές ενεργειακές ανάγκες των κρατών-μελών καθυστερούν την λήψη αποφάσεων. Εξάλλου, μέχρι σήμερα, η Ε.Ε. αντιμετώπιζε το θέμα της κοινής ενεργειακής πολιτικής καθαρά με όρους αγοράς και με κύριο άξονα αναφοράς την κλιματική αλλαγή.
Η εικόνα έχει αλλάξει ριζικά, όμως. Η περαιτέρω ολιγωρία σε επίπεδο Βρυξελλών, θέτει σε κίνδυνο το Ευρωπαϊκό εγχείρημα. Θεωρητικά και πρακτικά η γεωπολιτική κρίση αποτελεί κομβικό σημείο για την Ε.Ε. – θα προσδιορίσει την ταυτότητα της και το μέλλον της.
Διαβάστε επίσης: