Βλέπω τον βασικά μονομερή τρόπο με τον οποίο δημοσιεύεται η εκπληκτική είδηση ότι ένα μεγάλο μέρος της ρευστότητας που άντλησαν οι τράπεζες από το Πρόγραμμα Στοχευμένων Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (γνωστό με το ακρώνυμο TLTRO ΙΙΙ) δεν χρησιμοποιήθηκε. Οι τράπεζες είχαν δανειστεί με -1%, η επανατοποθέτηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε αρνητικό 0,5% – οπότε οι τράπεζες έβγαλαν λεφτά.
Οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν συνολικά 51 δισ. ευρώ, με δείκτη ρευστότητας – δάνεια προς καταθέσεις στο 60%. Επειδή σε άλλες χώρες ο αντίστοιχος δείκτης ξεπέρασε το 100%, προκύπτει το ερώτημα: για ποιόν δουλεύει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα; Διότι για την οικονομία σίγουρα δεν δουλεύει.
Η άμεση εξήγηση, που βγάζει τις τράπεζες λάδι, είναι πως δεν υπήρχε η ζήτηση—οπότε δεν ήξεραν τι να τα κάνουν τα λεφτά! Αν είναι έτσι τα πράγματα, μερικά υψηλά ιστάμενα στελέχη θα έπρεπε να είχαν απολυθεί για κακό προγραμματισμό.
Από την άλλη μεριά της συζήτησης, η αγορά βοά ότι δεν υπάρχει χρήμα. Το θέμα δεν αφορά μόνο τον καταναλωτή που δεν ψωνίζει (αν και μετά την πανδημία, η κατανάλωση μάλλον σε άνοδο ήταν μέχρι σήμερα αλλά και επιχειρήσεις που διαμαρτύρονται ότι οι πόρτες των τραπεζών είναι μόνιμα κλειστές.
Η απάντηση –κατά κανόνα– είναι ότι οι υποψήφιοι δεν πληρούν τα κριτήρια. Αν δεχτούμε ότι αυτό ισχύει, τότε η οικονομία είναι αιχμάλωτη μίας μέγγενης που λέει ότι χρήματα δίνουμε –κατά κανόνα— σ’ αυτόν που δεν τα χρειάζεται. Αυτός που τα χρειάζεται – κατά κανόνα πάντα—δεν πληροί τις προϋποθέσεις: δεν έχει αρκετές εμπράγματες εγγυήσεις, ή δεν έχει την δυνατότητα αποπληρωμής ή και τα δύο.
Ας δεχτούμε ότι αυτή είναι η κατάσταση. Ας δεχτούμε, δηλαδή, ότι το μεγάλο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων – κυρίως των μικρομεσαίων ή των πολύ μικρών—υποχρεωτικά θα κατεβάσει ρολά μόλις αποσυρθούν όλα τα μέτρα στήριξης. Είναι εξέλιξη που πολλοί από εμάς αναμέναμε και είχαμε προβλέψει με την αρθρογραφία μας.
Υπάρχει, όμως, ένα άλλο ερώτημα: οι τράπεζες δεν γνώριζαν το ποιόν των πελατών τους; Δεν είχαν εκτιμήσει τις ανάγκες που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν; Δεν είχαν σχεδιάσει τις εισροές και εκροές κεφαλαίων; Γιατί, τότε, έπεσαν τόσο έξω στους υπολογισμούς τους και βρέθηκαν με τόσο μεγάλη πλεονάζουσα ρευστότητα ώστε να αποκομίζουν κέρδη απλά με λογιστικές εγγραφές;
‘Όταν είχαν ανακοινωθεί τα σχέδια για τις επενδύσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, η κυβέρνηση είχε από την αρχή δώσει πρωτεύοντα ρόλο στις τράπεζες. Είχα, τότε, εκφράσει την αμφιβολία μου αν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε να ανταποκριθεί –διότι το θέμα δεν ήταν ο δανεισμός με βάση τις γνωστές προϋποθέσεις, αλλά η υιοθέτηση από τις τράπεζες μίας νέας φιλοσοφίας όπου ο δανεισμός θα είχε ως «εχέγγυο» την καλή επιχειρηματική ιδέα, την ποιότητα του επιχειρηματία, την καινοτομία.
Σε τελευταία ανάλυση, όμως, τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε κάλλιστα να είχε υιοθετηθεί και στην διάρκεια της πανδημίας, όπου άνοιγε πλήθος νέων επιχειρηματικών ευκαιριών.
Οι τράπεζες, όμως, έμειναν προσκολλημένες στα παλιά και γνωστά μονοπάτια. Προτίμησαν την σίγουρη, την αναίμακτη, χωρίς ρίσκο κερδοφορία, και άφησαν τα πράγματα στην οικονομία να πάρουν τον δρόμο τους. Το κράτος-κορόιδο να πληρώνει, ο κόσμος και οι επιχειρήσεις να υποφέρουν κι αυτές στα ζεστά γραφεία με τη θέα να βγάζουν άκοπα κέρδη. Λεφτά, εξάλλου …υπήρχαν. Άπλετα. Τα πρόσφερε η ΕΚΤ.
Μπορεί οι τράπεζες να απαλλάχτηκαν από το άγχος των κόκκινων δανείων, μεταφέροντας το στα διάφορα Funds και στα υποαπασχολούμενα δικηγορικά γραφεία που έχουν τώρα ξεφυτρώσει ως μανιτάρια, επιδεικνύοντας μάλιστα—κατά κανόνα — μία απόλυτα ανάρμοστη συμπεριφορά, που φτάνει στα όρια του εξευτελισμού του υπεύθυνου δανειζόμενου.
Με τον ρόλο τους ως διαμεσολαβητή μεταξύ του χρήματος και του επιχειρείν τι γίνεται; Ή έχει κι αυτός θαφτεί από την επιθυμία του κέρδους;
Δεν υποστηρίζεται, βέβαια, ότι οι τράπεζες δεν πρέπει να είναι κερδοφόρες. Το αντίθετο. Αλλά, οφείλουν ταυτόχρονα να προσαρμόζονται, να εκσυγχρονίζονται σε νοοτροπία και να υλοποιούν αυτά στα οποία έχουν ταχθεί: να επιτυγχάνουν την βέλτιστη διαχείριση των χρημάτων που τους έχουν εμπιστευτεί οι καταθέτες με παράλληλο στόχο την επένδυση, την στήριξη της ανάπτυξης, την δημιουργία αξίας.
Με τα τωρινά δεδομένα, αξία δημιουργούν -κατά κανόνα- μόνο για τον εαυτό τους.
Διαβάστε επίσης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΚΕΠΕΑ/ΓΣΕΕ: Διευκρινίσεις για τον τρόπο αμοιβής των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στις αργίες της εορταστικής περιόδου
- Τσουκαλάς σε Μαρινάκη για εποχικούς πυροσβέστες: Γιατί η κυβέρνηση αρνείται κάθε πρωτοβουλία που στηρίζει την κοινωνία;
- Πλήγμα κατά της τηλεοπτικής πειρατείας στην Ελλάδα
- Ζελένσκι: Δεν αρκούν οι ευρωπαϊκές εγγυήσεις ασφάλειας – Αληθινή εγγύηση είναι το ΝΑΤΟ