Σήμερα και αύριο κρίσιμες συζητήσεις των Ευρωπαίων ηγετών για ενέργεια και αμυντικές δαπάνες.

Οι δαπάνες άμυνας και ενέργειας μπαίνουν σήμερα στο τραπέζι των Ευρωπαίων ηγετών σε μια σύνοδο υψηλών προσδοκιών ως προς τη λήψη σημαντικών αποφάσεων για κοινή αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης που προκαλεί ο πόλεμος στην ευρωπαϊκή οικονομία με αμοιβαιοποίηση του κόστους κάλυψης των σχετικών δαπανών.

1

Με τις προβλέψεις σε κινούμενη άμμο και τη μεταβλητότητα στα ύψη στο οικονομικό επιτελείο  της Κυβέρνησης επιχειρεί να  καταγράψει τη ζημιά που θα υποστεί φέτος η οικονομία .

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις στα πιο δυσμενή σενάρια το επιπλέον  κόστος για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών νοικοκυριών και επιχειρήσεων φέτος θα μπορούσε να ανέλθει σε 2,5 – 3 δισ. ευρώ.

Εάν μέρος ή όλο μπορούσε να καλυφθεί από μια κοινή λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι προφανές το όφελος για το έλλειμμα, που θα μπορούσε να συγκρατηθεί πιο κοντά στα περίπου 2,5 δισ. ευρώ που προβλέπει φέτος ο προϋπολογισμός ενώ θα είναι και μικρότερη η δημοσιονομική προσαρμογή το 2023. Εάν στην εξίσωση προστεθεί και μια ευνοϊκή για τη χώρα διαχείριση των αμυντικών δαπανών, είτε με τη μη εγγραφή δαπανών στο έλλειμμα ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή προκύψει σε επίπεδο ΕΕ, διευρύνεται το όφελος μιας κοινής λύσης.

Η αρχιτεκτονική του μηχανισμού με τον οποίο η Ευρώπη θα μπορούσε να προχωρήσει σε αμοιβαιοποίηση του κόστους για ενεργειακές και αμυντικές δαπάνες δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, πόσο μάλλον κλειδώσει.

Μεγάλος ωφελημένος από ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν σίγουρα η Ελλάδα. Είναι η μοναδική χώρα στην ευρωζώνη εκτός επενδυτικής βαθμίδας, έχει έναν από τους μεγαλύτερους αμυντικούς προϋπολογισμούς ως ποσοστό του ΑΕΠ, σχεδόν 10 δισ. ευρώ σε ορίζοντα τετραετίας, ισχυρή πίεση στα δημόσια οικονομικά της με πρωτογενές έλλειμμα φέτος 1,2% του ΑΕΠ και χρέος 355 δισ. ευρώ, υψηλή ενεργειακή εξάρτηση αλλά και μεγάλη ανάγκη για όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το δημόσιο και τις επιχειρήσεις της μεσοπρόθεσμα

Με το δημοσίευμα του Bloomberg την Τρίτη για την έκδοση νέου Ευρωομολόγου για την κάλυψη των αυξημένων ενεργειακών και αμυντικών δαπανών  το spread του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έναντι του γερμανικού «περιορίστηκε » σχεδόν 25 μονάδες βάσης.

Σε ένα υποθετικό σενάριο που διατηρούσαμε αυτά τα νέα επίπεδα για μια διετία στην οποία θα δανειζόμασταν σωρευτικά 20 δις. ευρώ θα είχαμε θεωρητικό όφελος της τάξης των 500 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή σε ένα σενάριο που το έξτρα κόστος για την αντιμετώπιση του ενεργειακού σοκ καλύπτονταν για παράδειγμα από ένα μηχανισμό επιδοτήσεων (ακραία θετικό σενάριο σύμφωνα με παράγοντες της αγορές), τότε άμεσα η χώρα θα είχε όφελος 3 δισ. αφού χρήματα που θα δαπανούσε από τον προϋπολογισμό θα τα λάμβανε ως επιδοτήσεις.

Σε ένα άλλο σενάριο, πιο ρεαλιστικό αλλά θεωρητικό καθώς δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση, εάν αυτά τα 3 δισ. ευρώ τα δανειζόμασταν θα ήταν με κόστος σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με το κόστος που πληρώνει η Ελλάδα στις αγορές με αντίστοιχο όφελος εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ένα περίπου μήνα πριν τις γαλλικές εκλογές ο Μακρόν, που «φιλοξενεί» τη σημερινή Σύνοδο στις Βερσαλλίες, έχει πολλούς λόγους να επιδιώκει ένα ηχηρό σήμα για περισσότερη και ισχυρότερη Ευρώπη . Αντίστοιχη όμως είναι η πίεση όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στις υπόλοιπες «μεγάλες» δυνάμεις της ΕΕ και βασικούς χρηματοδότες και εγγυητές του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Διαβάστε επίσης

Ο συμβολισμός των Βερσαλλιών και η κρίσιμη Ευρωπαϊκή Σύνοδος για την ενέργεια – Τι προσδοκά ο Μητσοτάκης

SOS της αγοράς για μείωση φόρων στα καύσιμα

Άρθρο παρέμβαση: Η κερδοσκοπία και ο Μητσοτάκης