Η ενέργεια, το εμπορικό «κανάλι» και η αβεβαιότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές είναι η τριπλή «τανάλια» για την ελληνική οικονομία τους επόμενους μήνες.

Κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν πως με τα σημερινά δεδομένα, σε κανένα από τα σενάρια που «τρέχει» πυρετωδώς αυτές τις μέρες το οικονομικό επιτελείο δεν προβλέπεται ύφεση φέτος. Παραδέχονται ωστόσο ότι οικονομία θα δεχθεί ένα νέο ισχυρό σοκ  το οποίο θα “ψαλιδίσει” το ρυθμό ανάπτυξης φέτος.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η κυβέρνηση αναμένει με εξαιρετικά μεγάλη προσοχή τα όσα πει – ή δεν πει – η Κριστίν Λαγκάρντ την Πέμπτη στην πρώτη συνεδρίαση του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μετά το ξέσπασμα του πολέμου.

Η ίδια, σε γραπτή της δήλωση, στις 25 Φεβρουαρίου, αμέσως μετά την εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία, είχε προαναγγείλει πως η ΕΚΤ, παρακολουθώντας στενά την κατάσταση, αξιολογεί τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα και αυτή η αξιολόγηση θα είναι η βάση συζήτησης στην συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου.

Όπως σημείωνε, «η ΕΚΤ είναι σε ετοιμότητα να αναλάβει όποια δράση απαιτείται για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην ευρωζώνη».

Στο σημείο αυτό, στην εξασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην ευρωζώνη, η Ελλάδα έχει μια ιδιαίτερη θέση, καθώς αποτελεί το μοναδικό μέλος της ευρωζώνης, με δυσμενές ιστορικό φερεγγυότητας, ενω δεν διεθέται ακόμη επενδυτική βαθμίδα.

Αναλυτές εκτιμούν πως ίσως ένα σημαντικό στοίχημα για την Ελλάδα στην συνεδρίαση της Πέμπτης είναι το εάν η χώρα θα συμπεριληφθεί και λεκτικά στις δηλώσεις μετά την κρίσιμη συνεδρίαση του δ.σ. της ΕΚΤ. Να ειπωθεί δηλαδή με σαφήνεια πως όπως για όλους, έτσι και ειδικά για την Ελλάδα θα γίνει «whatever it takes» προκειμένου να διαχειριστεί με τη μικρότερη δυνατή ζημιά τη νέα αυτή κρίση τους επόμενους μήνες.

Κρίσιμη παράμετρος που θα πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι το ζήτημα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, η οποία εξασφαλίζεται εφόσον  τα ελληνικά ομόλογα  παραμείνουν επιλέξιμα ως εγγύηση στις πράξεις χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Η επιλεξιμότητα (waiver) λήγει τον Ιούνιο. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχει δημοσιεύσει το Mononews η ΕΚΤ προσανατολίζεται στη διατήρηση του waiver έως το τέλος του 2024, όσο θα διαρκέσουν και οι αγορές ελληνικών ομολόγων μέσω του προγράμματος επανεπενδύσεων. Η σχετική απόφαση πιθανόν να κλειδώσει στις 23 Μαρτίου δίνοντας βαθιά ανάσα στην ελληνική αγορά χρέους και τις τράπεζες. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει επίσης σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών πότε και εάν θα γίνει πιο ξεκάθαρος ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργήσει αυτό το πλαίσιο των επανεπενδύσεων ειδικά για τη χώρα. Πόσο θα διαρκέσει, τι εύρος θα έχει και με ποιους τρόπους θα υλοποιηθεί.

Σε όλα τα σενάρια, οι αγορές αντιλαμβάνονται πως η Ελλάδα είναι σίγουρα σε καλύτερη θέση από το 2010 καθώς η επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών (δίδυμα ελλείμματα, αναπτυξιακή προοπτική, έκρηξη τιμών και κόστους δανεισμού) οφείλονται αμιγώς σε εξωγενείς παράγοντες. Η ζημιά όμως υπάρχει, η εικόνα έχει επιδεινωθεί και κόστος θα έχουμε. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον έχει σημασία το πόσο ισχυρό και σαφές θα είναι το σήμα απόλυτης στήριξης στην προοπτική φερεγγυότητας της χώρας, που θα δώσει προσεχώς ο μεγαλύτερος πιστωτής της χώρας, δηλαδή οι Ευρωπαίοι. Ακόμη, ίσως, και εάν απαιτούνταν κάποια ανταλλάγματα.