Το τελευταίο διάστημα έχει επικρατήσει στο δημόσιο διάλογο ο προβληματισμός που δημιουργεί η αύξηση του πληθωρισμού, και κατά πόσο θα λειτουργήσει η συνεπαγόμενη αύξηση του κόστους των προϊόντων ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη.
Ο πληθωρισμός είναι μια πολυσύνθετη έννοια με πολλά «παρακλάδια» και με πληθώρα αιτιών που επηρεάζουν την πορεία του, καταλήγει όμως πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα: την αύξηση του κόστους ζωής. Η ύφεση που προκάλεσε στην παγκόσμια οικονομία η αντιμετώπιση του κορονοϊού κινητοποίησε τις κυβερνήσεις (και κατ’ επέκταση τις κεντρικές τράπεζες), να προβούν στην αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και στην κατακόρυφη αύξηση της προσφοράς χρήματος (Monetary inflation). Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας ως επακόλουθο της ρευστότητας που διοχετεύτηκε στις αγορές, σε συνδυασμό με τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων -αποτρεπτικός παράγοντας για αποταμίευση- και το χαμηλό κόστος δανεισμού, εκτίναξε τις τιμές των πρώτων υλών, της ενέργειας και των προϊόντων γενικότερα. Οι πρόσφατες εξελίξεις από την Ουκρανία συμβάλλουν περαιτέρω στο πρόβλημα κυρίως μέσω της αύξησης του ενεργειακού κόστους.
Η Ελλάδα, η οποία είναι φύσει αδύνατον να μείνει ανεπηρέαστη από αυτή την εξέλιξη, καλείται να αντιμετωπίσει κυρίως αυτό που είναι γνωστό και ως «εισαγόμενος πληθωρισμός». Πρόκειται δηλαδή για μια κατάσταση η οποία διαμορφώνεται από την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών που εισάγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από τρίτες χώρες. Σε αυτό συμβάλει και το γεγονός πως η χώρα μας πρωτοστατεί στην οικονομική ανάκαμψη εντός της Ευρωζώνης, έχοντας πλέον αυξημένες ανάγκες για την παραγωγή προϊόντων, τόσο για το εσωτερικό της χώρας, όσο και για το εξωτερικό. Ενδεικτικό αυτού είναι ότι η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι το 2021 οι ελληνικές εξαγωγές «αναρριχήθηκαν» στα ιστορικά υψηλά τους, πέριξ των €40 δις.
Πολλοί διερωτώνται για ποιο λόγο δεν λαμβάνονται δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Κατ’ αρχάς είναι σημαντικό να τονιστεί και να κατανοηθεί ότι ο πληθωρισμός είναι ουσιαστικά ένας οικονομικός δείκτης, μια αποτύπωση της εικόνας της αγοράς. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σήμερα για την αντιμετώπιση του, εκ των πραγμάτων θα αποτυπωθεί στην πραγματική οικονομία σε έναν μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Υπάρχει ένα πλήθος συνθηκών και παραμέτρων (τόσο οικονομικές όσο και πολιτικές) με βάση τις οποίες η αποκλιμάκωση αναμένεται να γίνει σταδιακά.
Καθοριστικό ρόλο στο ζήτημα αυτό παίζει (και) ο πολιτικός παράγοντας. Εάν ανατρέξουμε στην δεκαετία 1980-1990 και τις οικονομικές πολιτικές που εφάρμοσε στις ΗΠΑ ο Ronald Reagan (Reaganomics) για την καταπολέμηση του στασιμοπληθωρισμού -μια κατάσταση όπου οι τιμές «καλπάζουν» χωρίς ωστόσο να υπάρχει η αντίστοιχη οικονομική ανάπτυξη- μπορούμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του όλου εγχειρήματος και τα αμφίσημα αποτελέσματα που επήλθαν ένεκα των ενεργειών αυτών. Τα μέτρα που έλαβε η διακυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων στηρίχτηκαν σε τέσσερεις πυλώνες: Την μείωση των κρατικών δαπανών, την μείωση των φόρων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, την μείωση του ρυθμού τυπώματος χρήματος και την ελάφρυνση των κανονιστικών ρυθμίσεων. Κατάφεραν έτσι να μειώσουν το ποσοστό με το οποίο «έτρεχε» ο πληθωρισμός εκείνη την περίοδο (σ.σ. χρειάστηκε κάποια χρόνια για να φανούν τα αποτελέσματα), με σημαντικό αντίκτυπο όμως στο δημόσιο χρέος το οποίο τριπλασιάστηκε την ίδια δεκαετία. Υπάρχει πληθώρα άλλων ιστορικών παραδειγμάτων όπου κατά την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος παρατηρήθηκαν επιπλοκές και μη αναμενόμενα αποτελέσματα (Ουγγαρία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Γιουγκοσλαβία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Βενεζουέλα πιο πρόσφατα κτλ).
Ένα βασικό εργαλείο στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων είναι η αύξηση των επιτοκίων (είχε ήδη ξεκινήσει στις Η.Π.Α. και αναμένεται να ξεκινήσει σύντομα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις καταλαγιάσει το θέμα της Ουκρανίας). Μια απότομη αύξηση στα επιτόκια ελλοχεύει τον κίνδυνο να καμφθεί η οικονομική δραστηριότητα, κάτι το οποίο στην παρούσα συγκυρία θα αποτελέσει μια σημαντικά δυσμενή εξέλιξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σκεπτικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι κύριες χρηματιστηριακές αγορές -όντας προεξοφλητικοί μηχανισμοί- την νομισματική πολιτική που διεμήνυσε ότι θα ακολουθήσει το επόμενο διάστημα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Οι δείκτες κυρίως στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη έχουν πρόσφατα διορθώσει από τα ιστορικά υψηλά τους, με τις ανησυχίες για την ανάπτυξη να εντείνονται εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν δυνάμεις οι οποίες επωφελούνται από την αύξηση των τιμών σε παγκόσμιο επίπεδο, και των οποίων το μέγεθος είναι τέτοιο που μπορούν να ασκήσουν επιρροή σε πολιτικές αποφάσεις. Ενδεικτικό της κατάστασης αυτής είναι τα τεράστια κέρδη που αποκομίζουν οι παραγωγοί φυσικού αερίου, πετρελαίου, μεταλλευμάτων κτλ. Η μετοχή της Gazprom το τελευταίο έτος -και πριν διαδραματιστούν τα γεγονότα στην Ουκρανία- είχε εκτοξευθεί κατά 50%. Σε κεφαλαιοποιήσεις που ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ το νούμερο αυτό είναι ασύλληπτο, και ταυτόχρονα ενδεικτικό του κέρδους που αποκόμισε ο ενεργειακός κολοσσός από την αύξηση στο φυσικό αέριο.
Είναι πολύ πιθανό λοιπόν ο πληθωρισμός να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα στο εγγύς μέλλον και τα αποτελέσματα της (σταδιακής) αποκλιμάκωσης θα φανούν στην πραγματική οικονομία με σημαντική καθυστέρηση. Σε επόμενο άρθρο θα αναλυθούν οι επιλογές που υπάρχουν διαθέσιμες για να προστατευθούν οι επενδυτές με μεγάλη ρευστότητα, και που στρέφεται το «έξυπνο χρήμα» για να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Alpha Bank: Η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα που χρησιμοποιεί ψηφιακό βοηθό με Generative AI
- Στουρνάρας: Αρνητικός για τη θέση του ΠτΔ – «Εγώ «ζευγάς» έμαθα, αυτό κάνω»
- Χαλκιδική: Συνελήφθησαν δύο ανήλικοι για διακίνηση ναρκωτικών σε μαθητικές εκδηλώσεις
- Elon Musk: Στο στόχαστρό του η «παράλογα υπερστελεχομένη» FED