Του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν του αρέσει να μην τον ακούν και να του αφαιρούν το ζωτικό χώρο της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης μέσω της προσέγγισης πρώην μελών της από το ΝΑΤΟ. Ούτε και να υπάρχουν στη «πίσω αυλή» του κυβερνήσεις που δεν μπορεί να ελέγξει ή να είναι έστω φιλικά προσκείμενες προς αυτόν.

Τα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία δεν είναι ένα νέο επεισόδιο στα τεκταινόμενα του ανατολικού άκρου της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά αποτελεί μία συνέχεια του σήριαλ που ξεκίνησε με την πενθήμερη εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008.

Οι παραλληλισμοί είναι πολλοί, όμοιοι σε πολλά σημεία και θέτουν τον παλμό της εξωτερικής πολιτικής του Βλαντίμιρ Πούτιν, τις σχέσεις με τα πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης και το ΝΑΤΟ.

Εάν ήταν αγώνας πυγμαχίας οι εισβολές στη Γεωργία και την Κριμαία θα ήταν οι δύο πρώτοι γύροι, όπου ο διεκδικητής «δοκιμάζει» τις αντιδράσεις του πρωταθλητή. Πλέον η εισβολή στην Ουκρανία μας δείχνει ότι βρισκόμαστε σχεδόν στη μέση του ματς με το Ρώσο Πρόεδρο να έχει στη γωνία του τις στρατιωτικές εισβολές και τη Δύση τις οικονομικές κυρώσεις.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο Βλαντίμιρ Πούτιν σε μία προσπάθεια επιβολής της πολιτικής του επιχειρεί μία πρωτοφανή εισβολή σε μία ευρωπαϊκή χώρα, καταπατώντας κάθε δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού της δίνοντας αφορμή για αμφισβήτηση και ανησυχία για το μεταψυχροπολεμικό στερέωμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1990.

Οι πανομοιότυπες εισβολές-Τι επιδιώκεται

Και στις δύο περιπτώσεις δύο χώρες που υπήρξαν ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και κυρίως γεωγραφικά συνδεδεμένες με τη Ρωσία, φλέρταραν με τη Δύση μέσω της πιθανής συμμετοχής τους στο ΝΑΤΟ.

Και στις δύο περιπτώσεις περιοχές ελεγχόμενες από τη Ρώσους αυτονομιστές αποτέλεσαν το λόγο εισβολής της Ρωσίας στα ενδότερα των κρατών που ανήκουν.

Υπενθυμίζεται πως η σημερινή εισβολή στην Ουκρανία γίνεται εξ ονόματος της προστασίας των δύο επαρχιών του Λουγκάνσκ και του Ντόνετσκ, ενώ ήδη από το 2014 έχει προσαρτηθεί στη Ρωσία και η Κριμαία.

Όπως και το 2008 έτσι και 14 χρόνια αργότερα ο ρωσικός στρατός πλήττει στρατιωτικές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές όχι μόνο στα ανατολικά, όπου και βρίσκονται οι δύο  αυτόνομες επαρχίες, αλλά στο σύνολο της χώρας πλήττοντας την πρωτεύουσα (Κίεβο) και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη (Χάρκοβο) της Ουκρανίας.

Η εμπειρία έχει δείξει πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν το 2008 τέντωσε το σχοινί και έφτασε 30 μίλια έξω από τη γεωργιανή πρωτεύουσα, την Τιφλίδα, για να πάρει αυτό που θέλει. Ο ρωσικός στρατός βρίσκεται ήδη στο Κίεβο και μένει να φανεί αν θα επιτευχθούν οι στόχοι του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Και αυτοί δεν είναι άλλοι από την απομάκρυνση του Προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, η διακοπή των όποιων προσπαθειών του ΝΑΤΟ να δεχθεί στους κόλπους του την Ουκρανία, η οποία γειτνιάζει με τη Ρωσία, η προσάρτηση των ανατολικών αυτόνομων περιοχών, καθώς και η απομάκρυνση της στρατιωτικής παρουσίας της Συμμαχίας από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.

Ο πόλεμος ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν

Όποιος νομίζει ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν σηκώθηκε ένα πρωί και είπε ότι θα κάνει ένα chicken game με τη Δύση και το ΝΑΤΟ, μάλλον γελιέται.

Η Ρωσία δεν έχει ένα εγχειρίδιο, στο οποίο καταγράφονται οι πολιτικές που θα ακολουθήσει η χώρα ανεξαρτήτως κυβέρνησης και ηγέτη. Αυτό που διαθέτει η πάλαι ποτέ κραταιά δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα ισχυρό προσωποπαγές πολιτικό σύστημα, καθώς ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ο ηγέτης της χώρας από το 1999 και μπορεί να ορίζει μόνος του την πολιτική της.

Ο μέγας στρατηγός και θεωρητικός του πολέμου Carl von Clausewitz, συγγραφέας του Περί Πολέμου (Vom Kriege) είχε γράψει: «Ο πόλεμος είναι απλώς η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».

Το κείμενο μπορεί να εκδόθηκε το 1832, αλλά σχεδόν δύο αιώνες αργότερα ο Ρώσος Πρόεδρος φαίνεται πως το έχει μελετήσει καλά.

Και εδώ έγκειται η διαφορά μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, καθώς, η πρώτη σε τέτοιες περιπτώσεις προτιμάει τη διπλωματική οδό και την επιβολή κυρώσεων, ενώ η δεύτερη «δείχνει τα δόντια» της στην προσπάθειά της να πάρει αυτό που θέλει.

Και αυτό είναι η δημιουργία μιας «γκρίζας ζώνης» που να θυμίζει τα κράτη-δορυφόρους της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου (buffer states) με κυβερνήσεις και καθεστώτα που να «αβαντάρουν» τη Ρωσία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως στην περίπτωση της Ουκρανίας, εκτός από τη διακοπή των συζητήσεων για την είσοδο της στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία ζητάει και την απομάκρυνση του Ουκρανού Προέδρου.

Αυτό καταδεικνύει την επιθυμία της να έχει στη «πίσω αυλή» της κράτη, τα οποία ναι μεν να είναι ουδέτερα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξετάζουν το ενδεχόμενο να εισέλθουν στο ΝΑΤΟ, ενώ θα έχουν και κυβερνήσεις φιλικά προσκείμενες στη Ρωσία.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η εισβολή στην Κριμαία έγινε ύστερα από την απομάκρυνση του φίλα προσκείμενου Ουκρανού Προέδρου  στον Βλαντίμιρ Πούτιν Βίκτορ Γιανούκοβιτς.

Επίσης, και η Λευκορωσία με Πρόεδρο τον Αλεξάντερ Λουκασένκο διατηρεί φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, καθώς επέτρεψε στο ρωσικό στρατό να εισέλθει στα εδάφη της φαινομενικά για να πραγματοποιήσει γυμνάσια, αλλά επί του πρακτέου παρείχε ακόμα μία δίοδο για την εισβολή στην Ουκρανία.

Οι κυρώσεις

Από την άλλη η Δύση έχοντας απεμπλακεί από τις πρακτικές του Ψυχρού Πολέμου, έχει επιλέξει μία στρατηγική αποτροπής, η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο σε οικονομικές κυρώσεις, όπως βλέπουμε και τις τελευταίες ημέρες.

Μέχρι στιγμής έχουν επιβληθεί κυρώσεις που αφορούν τον χρηματοοικονομικό κλάδο, καθώς και εκείνους της ενέργειας και των μεταφορών, τα αγαθά διπλής χρήσης, αλλά και ελέγχους στις εξαγωγές και στη χρηματοδότηση εξαγωγών, την πολιτική χορήγησης βίζας, και επιφανείς Ρώσους πολιτικούς και επιχειρηματίες που συνδέονται με το καθεστώς Πούτιν.

Παρόλαυτα, οι κυρώσεις αυτές δε φάνηκαν ικανές να αποτρέψουν το Ρώσο Πρόεδρο από το να διατάξει την εισβολή στην Ουκρανία, καθώς έχει κατανοήσει την αξία των αγωγών φυσικού αερίου που περνούν από τη χώρα του και τροφοδοτούν την Ευρωπαϊκή Ένωση με το καύσιμο που είναι απαραίτητο για την υλοποίηση του στόχου μιας κλιματικά ουδέτερης Ευρώπης έως το 2050.

Κάτι το οποίο και αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς στις κυρώσεις δεν περιλαμβάνεται η διακοπή της προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Από την άλλη βέβαια, στο ενδεχόμενο που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίσει τη διακοπή τροφοδότησης φυσικού αερίου από τη Ρωσία, μπορεί να «στραγγαλίσει» τη ρωσική οικονομία, καθώς οι εξαγωγές του καυσίμου εκτιμώνται στο ⅓ του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας.

Υπενθυμίζεται πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον μεγαλύτερο «πελάτη» της Ρωσίας όσον αφορά τις εξαγωγές καυσίμων, καθώς το 40% του φυσικού αερίου που εισάγεται στις ευρωπαϊκές χώρες περνάει από ρωσικούς αγωγούς. Συνολικά το 70% των εξαγωγών φυσικού αερίου και το 50% των εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας κατευθύνονται προς την Ευρώπη.

Εν ολίγοις η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος όσον αφορά το ρωσό-ουκρανικό πόλεμο, καθώς από τη μία πλευρά βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πρωτοφανή καταπάτηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης ενός κράτους.

Από την άλλη σε περίπτωση οι ευρωπαϊκές χώρες διακόψουν κάθε εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, και όχι απλά «τερματίσει» το Nord Stream 2, όπως έκαναν οι ΗΠΑ και η Γερμανία, τότε θα βρεθούν αντιμέτωπες με ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα στις εθνικές οικονομίες που επηρεάζονται από τις ήδη αυξημένες τιμές.

Διαβάστε επίσης

Σκληραίνει τη στάση της η Γερμανία: Ναι στον περιορισμό της Ρωσίας από το SWIFT, στέλνει όπλα στην Ουκρανία

Ουκρανία: Στους έξι οι νεκροί ομογενείς από τους βομβαρδισμούς