Ο Χρόνης Μπότσογλου στη μεγάλη οθόνη. Η ζωή και το έργο του περίφημου ζωγράφου, στο πάνθεον της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής μετά μοντέρνας παράδοσης, αναθεωρείται.

Ο σκηνοθέτης Φρέντυ Βιανέλλης τοποθετεί τον ζωγράφο μπροστά στο τελλάρο του. Μιλάει για τη ζωή του με τον γνώριμο, ζεστό του τρόπο σχεδιάζοντας με μολύβι τις πρώτες γραμμές της προσωπογραφίας του σε λευκό χαρτί. Ταυτόχρονα, παρελαύνουν στο φακό σημαντικοί κριτικοί και ομότεχνοι της ημέτερης καλλιτεχνικής ιστορίας. Ανάμεσά τους, ο μεγάλος συλλέκτης Σωτήρης Φέλιος και η σύζυγος του δημιουργού (καθηγήτρια Φιλολογίας) Ελένη Μπότσογλου.

1

Η ταινία προβάλλεται απόψε και την Παρασκευή σε κεντρικούς κινηματογράφους.

Πανόραμα

Το φιλμ προσφέρει στους φιλότεχνους την εργογραφία του Χρόνη Μπότσογλου τα τελευταία τριάντα έτη. Τα λάδια, τους γύψους, τα υδατοχρώματα, μερικά δουλεμένα εκ νέου, που συνθέτουν τις κορυφογραμμές της τέχνης του. Εν τέλει, σκιαγραφείται το πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής μέσα από την εστίαση σε έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές της μεταπολεμικής γενιάς.

Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (ΑΣΚΤ). ίχε δάσκαλο τον Μόραλη. Το 1972 ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην περίφημη École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι.

Το 1989 άρχισε να διδάσκει στην ΑΣΚΤ και υπήρξε καταλύτης στην αναδιοργάνωση της Σχολής ως πρύτανης τη δεκαετία του 1990.

Για τον οποιονδήποτε μελετητή ή φιλότεχνο, το έργο του Χρόνη Μπότσογλου παραμένει σύνθετο, πολυεπίπεδο, υπαρξιακό, μεταφυσικό. Διαφεύγει διαρκώς.

Στη σύλληψή του συμβάλλει το γεγονός ότι μπορεί να επιμεριστεί σε ορισμένες διακριτές ενότητες. Αρκετές από αυτές παρουσιάζονται ενδελεχώς στο ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Φρέντυ Βιανέλλη.

Ελένη

Σελίδες Ημερολογίου

Στα ζωγραφικά του έργα ο Χρόνης Μπότσογλου αφήνει το αποτύπωμα της συνείδησής του.

Φαίνεται πρόδηλα σε δύο διάσημες αυτοβιογραφικές συνθέσεις του. Τη Γυναίκα και την Ελένη.

Πρόκειται για έργα (κυρίως ακουαρέλες) που φιλοτέχνησε τη δεκαετία του 1980 και εντάσσονται στην ενότητα με τίτλο Σελίδες Ημερολογίου.

Η Γυναίκα αποτυπώνει σε βάθος χρόνου τη σωματική και πνευματική φθορά της μητέρας του.

Στις διαδοχικές αυτές συνθέσεις μπορεί κανείς να διακρίνει την προοδευτική προσπάθεια αντιμετώπισης του τραύματος. Από το θυμό μέχρι τη συμφιλίωση, ο Χρόνης Μπότσογλου εκθέτει στον θεατή «ημερολογιακά» κάθε ψηφίδα αυτής της επίπονης διαδικασίας. Παρατηρεί κανείς την εκφυλιστική διαδρομή της μητέρας του προς το επέκεινα.

Μέσα από αυτήν την πάλη με τα σκοτάδια, ο Μπότσογλου πραγματεύτηκε τη δική του πεπερασμένη φύση.

Από την άλλη, η Ελένη υπήρξε ο τρόπος του να προσεγγίσει την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τη ζωή. Ελένη ονομάζεται η γυναίκα του.

Μεταστάσεις

Κάθε θέμα διατυπώνεται μέσα από εν δυνάμει αέναες εκδοχές και μεταστάσεις της ίδιας πυρηνικής αισθητικής και υπαρξιακής ιδέας.

Ο ίδιος έχει παρατηρήσει ότι καθόλη τη ζωή του δεν δημιούργησε παρά μόνο ένα έργο.

«Κάθε καλλιτέχνης έχει να πει ένα, μόνο ένα λόγο. Ακόμη κι αν είναι ο Φειδίας, ακόμα κι αν είναι ο Όμηρος, ακόμη κι αν είναι ο Δάντης… Έτσι νομίζω ότι τα έργα τέχνης είναι κομμάτια ενός έργου. Τα ποιήματα αποσπάσματα του ενός και ίδιου ποιήματος. Δεν εννοώ βέβαια ότι κάθε καλλιτέχνης δεν έχει τη δική του πορεία, τη δική του τελείωση. Εννοώ πως τα δέντρα μεγαλώνουν, ανθίζουν, καρποφορούν. Έτσι είναι τα πράγματα στη φύση ακόμη. Έτσι ακόμη καταλαβαίνω την τέχνη».

Νέκυια

Ο Χρόνης Μπότσογλου βυθίζεται μνημονικά στον κόσμο των νεκρών.

Τι σημαίνει «Νέκυια»;

Πρόκειται για τη διασημότερη ίσως σειρά έργων του. Λέξη παραγωγή από την ομηρική «νέκυς», δηλαδή νεκρός.

Σύμφωνα με τον φιλόλογο και μεταφραστή του Ομήρου Φάνη Κακριδή, «Νέκυια είναι το ανακάλημα, μια τελετή, που μ’ αυτήν οι ζωντανοί προκαλούν τους νεκρούς να βγουν από τα βάθη του Άδη, για να τους συμβουλεύσουν το μέλλον».

Οι νεκροί και οι ψυχές τους στο Χρόνη Μπότσογλου παίζουν με τις σκιές και τα κενά στα χρώματα. Αποτελούν «είδωλα καμόντων», όπως το θέτει ο μέγας παραμυθάς Όμηρος.

Η εικόνα ενός σώματος που «απόκαμε», εξαντλήθηκε. Ως μόχθος αποκαλείται η συντελεσμένη ζωή, που καταλύει την αντοχή του σώματος. Απομένει η σκιά και η ανάμνησή του. Ο νόστος του.

Ή όπως σημείωσε ο Φίλιπ Ροθ, «Είχε απελευθερωθεί από το είναι, είχε μπει στην ανυπαρξία χωρίς να το καταλάβει. Όπως ακριβώς το φοβόταν στην αρχή».

«Αυτά είναι ένα έργο»

Ο Σωτήρης Φέλιος έχει διηγηθεί στην υπογράφουσα πώς η σειρά Νέκυια πήρε τη θέση της στη μεγάλη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου.

Συναντάει τον Χρόνη Μπότσογλου στο ατελιέ του στην Αθήνα.

«Κάποια στιγμή είμαστε μπροστά στο έργο όπου η μάνα του (σ.σ. του Μπότσογλου) βγαίνει μέσα από μια μηχανή Singer. Του λέω, Χρόνη αυτή η σκηνή είναι από τον Όμηρο. Ο Οδυσσέας έχει κατέβει στον κάτω κόσμο, βλέπει τη μάνα του, παει να την αγκαλιάσει και περνάνε τα χέρια του μέσα από τη σκιά της. Και βάζει τα κλάματα. Μου λέει τη Νέκυια έχω φτιάξει, με φίλους μου».

Όλα τα έργα της σειράς έχουν τις διαστάσεις μιας πόρτας. Καθένα αποτελεί ψηφίδα της ίδιας αναζήτησης.

«Λέω, Χρονάκο αυτό είναι ένα έργο. Να το πάρω εγώ; Με αγκαλιάζει, με φιλάει και φεύγω. Μόλις βγαίνω έξω με βαράει ο ήλιος. Και λέω βρε μ… πόσο κάνει; Δεν γυρίζω πίσω να ρωτήσω. Σε επόμενο χρόνο, βρήκαμε άκρη».

Μεγάλη αναδρομική της Νέκυιας από τη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη στην έκθεση Χρόνης Μπότσογλου – Μια προσωπική Νέκυια (1993-2000) το Δεκέμβριο 2002 – Ιανουάριο 2003

Τα ερωτικά

Τα ερωτικά προκάλεσαν ιδιαίτερη συζήτηση με την τόλμη τους.

«Στα έργα του Χρόνη Μπότσογλου, οι εικόνες των ερωτικών περιπτύξεων ενός άνδρα και μιας γυναίκας, δεν είναι μια ακόμα εκδοχή του Κάμα Σούτρα», γράφει ο κριτικός τέχνης Χρήστος Λάζος.

Το κείμενο συνόδευε τη μεγάλη έκθεση 22 ανάγλυφων έργων καθώς και τα σχέδια της ενότητας με τα ερωτικά που είχαν προστεθεί στη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου.

Πρόκειται, όπως παρατήρησε ο Χρήστος Λάζος, για «ένα εικαστικό ημερολόγιο έρευνας και συγχρόνως ένα ημερολόγιο ζωής, με θέμα τον έρωτα: την επιθυμία, τη συνουσία και την απόλαυση. Το ζήτημα που βασάνισε τον Μπότσογλου πάνω από είκοσι χρόνια είναι η “συναισθησία”, η από κοινού, δηλαδή, λειτουργία όλων των αισθήσεων κατά την ερωτική πράξη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί η “συναισθησία” να εκφραστεί εικαστικά. Στον έρωτα το σώμα μετέχει ως όλον με την ταυτόχρονη λειτουργία των πέντε αισθήσεων».

Η φύση

Ο ζωγράφος επιμένει στην εκτεταμένη αποτύπωση υπαίθριων χώρων. Πρόδηλα επιρρεασμένος από τον Βαν Γκογκ που έχει άλλωστε ζωγραφίσει επανειλημμένα.

Τα πολλαπλά (και πάλι) έργα καθηλώνουν το θεατή στην εικόνα τους. Άθελά του, προσφέρει στο θεατή την αμεσότητα της ιμπρεσιονιστικής παράδοσης. Κοιτάζει κανείς μέσα από τα μάτια του τον ενθουσιασμό της in situ δημιουργίας.

Αλλά πέρα από την εικαστική δύναμη, διακρίνεται και σε αυτή τη σειρά η αίσθηση του νόστου.

Μπροστά στις συνθέσεις αυτές, αισθάνεται κανείς σαν ταξιδιώτης που επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Σε κάτι πολύ βαθιά αγαπημένο.

Σπουδαία ονόματα

Σε αυτή την σπάνια καταγραφή εμφανίζονται οι ομότεχνοί του, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Γιώργος Χουλιαράς, Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης. και ο Σωτήρης Φέλιος.

Μετά την προβολή (στο Γαλλικό Ινστιτούτο) θα ακολουθήσει συζήτηση με το σκηνοθέτη Φρέντυ Βιανέλλη, το συγγραφέα και κριτικό τέχνης Χρήστο Λάζο, τον ιστορικό Τέχνης Γιώργο Μυλωνά και την καθηγήτρια Φιλόλογος, σύζυγο του ζωγράφου Ελένη Μπότσογλου.

Πληροφορίες

Το CineDoc παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ Χρόνης Μπότσογλου, μια αναδρομή στην ζωή και το έργο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους.

Η προβολές πραγματοποιούνται σε συνεργασία με το Ίδρυμα “Η άλλη Αρκαδία” που διαχειρίζεται τη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου. Και σε συνδιοργάνωση των Anemon Productions, Κινηματογράφου ΔΑΝΑΟΣ και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος.

Σκηνοθεσία Φρέντυ Βιανέλλης | 76’ | Eλλάδα | 2021

Πρόγραμμα προβολών:

Τετάρτη 9/2, 20:00 ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΛΛΑΔΟΣ, Σίνα 31, Αθήνα
Κυριακή 13/2 16:00 ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΑΝΑΟΣ, Λεωφ. Κηφισίας 109, Αθήνα

Οι προβολές του CineDoc γίνονται υπό την Αιγίδα και με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.

Οι κινηματογράφοι λειτουργούν ως αμιγείς χώροι και δέχονται θεατές με πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης.

Διαβάστε επίσης Σωτήρης Φέλιος: «Δεν πρόσεξα ποτέ την οικονομική όψη της Τέχνης»