ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΖΙΟΒΑΣ
Συγγραφέας, Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας
Το πλούσιο έργο του συνδέει τη λογοτεχνία με την κουλτούρα και την κοινωνία, με τα πολιτικά και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα. Συμβάλλοντας στην υπεράσπιση των ευρύτερων ανθρωπιστικών επιστημών και στη σοβαρή μελέτη ζητημάτων ιδεολογίας και ταυτότητας του νεότερου Ελληνισμού.
Με βάση αυτό το σκεπτικό απονεμήθηκε πέρσι τον Μάρτιο, το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το έτος 2021, στον καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο βρετανικό Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ Δημήτρη Τζιόβα. Έναν νεοελληνιστή που διαπρέπει στο εξωτερικό, τη στιγμή που τα σχετικά πανεπιστημιακά τμήματα συρρικνώνονται. Συγγραφέα ορισμένων από τις σημαντικότερες μελέτες, που αφορούν τη σύγχρονη Ελλάδα, ιδωμένη από την πλευρά του πολιτισμού υπό την ευρεία του έννοια.
«Δεν ασχολούμαι μόνο με τη λογοτεχνία, αλλά με τις ιδέες και τις πολιτισμικές εξελίξεις γενικότερα», όπως έχει πει ο ίδιος άλλωστε.
Στο δοκίμιό του «Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα», αναλύοντας τους λόγους που εξακολουθεί να απασχολεί ακόμη και σήμερα, διαπιστώνει ότι λειτουργεί ως ένα βαρόμετρο μεταλλαγών, πολιτισμικών και ιδεολογικών από το 1930. Και ότι πρόκειται για ένα μύθο με διάρκεια και απήχηση, γιατί έθεσε και έθιξε καίρια ζητήματα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, ταξικής αντιπαλότητας και πολιτισμικής ταυτότητας.
Το έργο του «Κουλτούρα και λογοτεχνία» σκιαγραφεί τους τρόπους με τους οποίους ιδέες, πολιτισμικές πρακτικές και λογοτεχνικές μέθοδοι εμφανίζονται, εξελίσσονται και μετασχηματίζονται μέσα στο χρόνο και τον τόπο. Ενώ στην «Πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας» προσφέρει εναλλακτικές θεωρήσεις πεζογράφων και νέες αναγνώσεις κειμένων από την Ανεξαρτησία ως τις μέρες μας.
Ο Δημήτρης Τζιόβας έχει διατελέσει διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, ενώ σήμερα διευθύνει και την σειρά μεταφρασμένης νεοελληνικής λογοτεχνίας, που εκδίδει το Κέντρο.
Έχοντας διδάξει και σε άλλα πανεπιστήμια, θεωρεί ότι η επιβράβευση του έργου του από την ελληνική πολιτεία, απηχεί και στον αγώνα των άλλων νεοελληνιστών στον κόσμο για την ανάδειξη της ελληνικής λογοτεχνίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Η διαπίστωσή του όμως -που δεν είναι μόνον δική του- για τις διαρκώς μειούμενες νεοελληνικές έδρες στα πανεπιστήμια του εξωτερικού τον καθιστά απαισιόδοξο για το μέλλον.
Το τελευταίο του βιβλίο εξάλλου «Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση – Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», που μόλις κυκλοφόρησε και στα Ελληνικά (η αγγλική έκδοση βρίσκεται στη βραχεία λίστα του σπουδαίου βραβείου Runciman), συνιστά ένα είδος πολιτισμικής ιστορίας, μια χαρτογράφηση του ελληνικού πολιτισμικού γίγνεσθαι τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Όπως λέει ό ίδιος, στόχος του είναι να καταγράψει τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, από την πολιτισμική ομοιογένεια στην πλουραλιστική ετερογένεια και τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την πολιτική στην κουλτούρα, που νοείται πλέον περισσότερο ανθρωπολογικά και βιοπολιτικά παρά ουμανιστικά.