ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Θλίψη και νοσταλγία για την Αθήνα που χάνεται, προκάλεσε χθες η είδηση του κλεισίματος του ιστορικού εστιατορίου «Κεντρικόν» που βρισκόταν στη στοά στην Κολοκοτρώνη και για δεκαετίες αποτελούσε το ιδανικό μέρος για σπιτικό φαγητό στο κέντρο της Αθήνας για εμποροϋπαλλήλους, πολιτικούς, αλλά και καλλιτέχνες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Κάρολος Κουν.
Ωστόσο τα νέα είναι ευχάριστα σήμερα για τους θαμώνες του θρυλικού εστιατορίου, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες εξαγοράστηκε από την αλυσίδα «Μπιφτεκάκια και Σουβλάκια», με καταστήματα σε Κηφισιά, Ψυχικό, Δροσιά και Γλυφάδα και το concept του νέου εστιατορίου θα είναι το μαγειρευτό φαγητό. Η εταιρεία αποφάσισε την επαναλειτουργία του σε δύο μήνες ενώ ο χαρακτήρας του δεν επρόκειτο να αλλάξει.
Η ιστορία του «Κεντρικόν»
Το «Κεντρικόν» ξεκίνησε ως καφενεδάκι το 1935 με την ονομασία «Λεύκες» στη στοά της Κολοκοτρώνη, απέναντι από το θέατρο Κεντρικόν (πρώην Φυρστ), από τον Νίκο Νάνο. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί το μετέτρεψαν σε γκαράζ.
Μετά την Κατοχή η γυναίκα του Νάνου άρχισε να φτιάχνει κεφτεδάκια και άλλους μεζέδες. Μαζεύονταν εκεί οι επώνυμοι της εποχής, ποδοσφαιριστές και πολιτικοί.
Το 1963 η κόρη του Νάνου παντρεύεται τον Δημήτρη Κουτουζή, σερβιτόρο του King George, που ξαφνικά βρίσκεται να είναι ιδιοκτήτης και μάγειρας του καφενείου. Το 1965 ο διορατικός Κουτουζής το μετατρέπει σε μικρό εστιατόριο που ζει στιγμές δόξας καθώς η Αθήνα αρχίζει να γίνεται τουριστικός προορισμός.
Γράφει ο Πάνος Γεραμάνης σε άρθρο του το 1998:
«Η πελατεία από τα πρώτα χρόνια ήταν καλλιτέχνες και, γενικά, πνευματικοί άνθρωποι. Δίπλα στο θέατρο ήταν η δισκογραφική RCA-Victor του Γιώργου Ορφανίδη. Για μια πενταετία (1962-1967) ο χώρος αυτός γνώρισε μεγάλες δόξες γιατί εκεί η Αθήνα έζησε έντονα καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως τις πρώτες συναυλίες του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Πριν από τις πρόβες και τις παραστάσεις, καλλιτέχνες του τραγουδιού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, ο Χορν, η Κοντού, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, ο Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, η Ντόρα Γιαννακοπούλου, σύχναζαν στο μικρό Κεντρικόν».
Ο καλλιτεχνικός και πνευματικός οργασμός έκανε μια παύση με τη δικτατορία του 1967.
Το βράδυ του Πολυτεχνείου, στρατιωτικό όχημα είχε σταθμεύσει στην πλατεία Κολοκοτρώνη και οι σφαίρες του σημάδεψαν τους τοίχους του μαγαζιού, ενώ μέσα ήταν ο Κάρολος Κουν, ο Μίμης Κουγιουμτζής και άλλοι ηθοποιοί από το Τέχνης. Το 1971 το Κεντρικόν μεταφέρεται απέναντι, στον χώρο όπου μας υποδεχόταν μέχρι το καλοκαίρι.
Το 1971 το Κεντρικόν μετακόμισε από απέναντι στη θέση που βρισκόταν μέχρι πρότινος.Το 1971 το Κεντρικόν μετακόμισε από απέναντι στη θέση που βρισκόταν μέχρι πρότινος».
Συνεχίζει ο Γεραμάνης: «Έχουμε ζήσει αλησμόνητες στιγμές στο Κεντρικόν, που για χρόνια ολόκληρα είναι στέκι του λαϊκού πολιτισμού», έλεγε ο Λευτέρης Παπαπδόπουλος που για δεκαετίες καθόταν σε ένα τραπεζάκι στο πατάρι του ρεστοράν και κεντούσε με τη σκέψη του».
Το 1969-70 περνούσε κάθε μεσημέρι του εκεί με τη, νεαρή τότε, Αννούλα Βαγενά, πριν εκείνη παίξει στο Προξενιό της Άννας, τον δημοσιογράφο Γιώργο Κοντογιάννη, φίλους και συναδέλφους του καλλιτέχνες. Τον Απρίλη του 1975 ολοκλήρωσε στο πατάρι τα τραγούδια του Αποχαιρετισμός που κυκλοφόρησαν τρεις μήνες αργότερα, ερμηνευμένα από την Γαλάνη και τον Μητσιά.
Με τη μεταπολίτευση το Κεντρικόν γίνεται μόνιμο στέκι διανοούμενων, δημοσιογράφων και πολιτικών που το έχουν τόπο συνάντησης. Οι δημοσιογράφοι των Νέων και του Βήματος κάνουν τη μικρή διαδρομή από τη Χρήστου Λαδά για να γευματίσουν εδώ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έμπαινε και πήγαινε κατευθείαν στην κουζίνα, στους μάγειρες, και έλεγε «από εδώ θα φάμε, εδώ είναι η παραγωγή». Η Μελίνα και η πλειοψηφία των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ήταν συνήθως εδώ. Ο Αντώνης Σαμαράκης έμπαινε και άμα είχε κέφια, και «ειδικά αν ήταν κάποια ωραία γυναίκα μέσα», κερνούσε όλο το κατάστημα.
Υπήρχαν πελάτες που είχαν φάει περισσότερες φορές στη χαώδη αίθουσα του Κεντρικόν παρά σπίτι τους.
Τότε το μενού πρότεινε 150 διαφορετικά πιάτα: μπιτόκ αλά ρους, κανελόνια αλά Τοσκάνα, σαρδέλες Πορτογαλίας, αρνάκι αλά κασάπα, μελιτζάνες ραγκού. Στο τέλος, κρέμα καραμελέ, βεβαίως. Ήταν τέτοιο το δέσιμο των πελατών με το Κεντρικόν, που όταν ο Κάρολος Κουν αρρώστησε, το εστιατόριο πήγαινε φαγητό στον σκύλο του που είχε μείνει μόνος του στο σπίτι στον Λυκαβηττό.
Το 1998 το εστιατόριο ανέλαβε ο γιος του Δημήτρη, Νίκος Κουτουζής, ο οποίος ποτέ δεν πρόδωσε τις παραδοσιακές αξίες του παππού: Τήρησε το μεγάλο μενού με τις ποικιλίες από σαλάτες, σούπες, μαγειρευτά, πιάτα πάντα κλασικά, καθόλου πειραγμένα και γεύσεις πιστές στην πατροπαράδοτη συνταγή. Οι πελάτες του παρέμειναν πιστοί, άνθρωποι από την επαρχία που στις επισκέψεις τους στην Αθήνα για τις δουλειές του πάντα πέρναγαν, επιχειρηματίες που έκαναν εδώ τα επαγγελματικά τους ραντεβού, πολιτικοί, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Στον Μίκη Θεοδωράκη πια έστελναν το φαγητό πακέτο στο σπίτι του, όμως υπήρχαν οι νέοι πελάτες: ο Γιάννης Μπέζος, ο Ακύλλας Καραζήσης, ο Γιώργος Κοτανίδης.
Όμως τα παρελκόμενα της κρίσης είχαν αρχίσει να φαίνονται. Σε ρεπορτάζ της Λίνας Ρόκου το 2015 στα αστικά εστιατόρια του κέντρου για την Popaganda, o Nίκος Κουτουζής εξομολογείται:
«Σε όλες τις παρέες που έρχονται στο εστιατόριο, το κεντρικό θέμα συζήτησης είναι ο ΕΝΦΙΑ. Δεν θα εκφραστεί στην κατανάλωση όλη αυτή η φοροκαταιγίδα; Πού θα ξεσπάσει; Ούτε χαρτζιλίκι δεν βγαίνει. Την ξέρω αυτή τη δουλειά. Ξέρω ότι ο σωστός εστιάτορας, αυτός που δεν κλέβει δηλαδή, δεν γίνεται ποτέ πλούσιος. Δεν περιμένω λοιπόν να γίνω πλούσιος. Πρέπει να μπορώ να ζήσω όμως, να πληρώνω τους υπαλλήλους μου. Να μη χρωστάω. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν χρωστούσα πουθενά.
Τώρα κάθε τόσο κάνω ρυθμίσεις στο ΙΚΑ, στην εφορία, στον ΟΑΕΕ. Είδα ότι το Ιντεάλ έκλεισε για το καλοκαίρι. Ξέρω ότι είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά πραγματικά εύχομαι να τα καταφέρει. Για μένα το Ιντεάλ ήταν ένα πανεπιστήμιο. Πήγαινα εκεί και μάθαινα σέρβις, ντιζάιν, συμπεριφορά, σημείωνα συνταγές. Ποιοι έχουμε μείνει; Μόνο εμείς και ο Φιλίππου στο Κολωνάκι κι έτσι δημιουργείται καλός ανταγωνισμός. Αλλιώς ποιον θα ανταγωνιστώ; Τα τουριστομάγαζα στην Πλάκα;».